Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά

Προκλήσεις για την ευρωπαϊκή οικονομία

Ομιλία του κ. Λουκά Παπαδήμου, Αντιπροέδρου της ΕΚΤ
στο πλαίσιο της διημερίδας
«Το Ευρωπαϊκό Πολιτικό Iδεώδες:
Πολιτιστικές Καταβολές και Μελλοντικές Προκλήσεις»
που διοργανώνει το
Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών και
το Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής
Δελφοί, 23 Ιουλίου 2007

Εισαγωγή

«Τίποτα δεν είναι δυσκολότερο, πιο αμφίβολο και πιο επικίνδυνο από τη δημιουργία μιας νέας τάξης πραγμάτων». Αυτά ήταν τα προειδοποιητικά λόγια του Ιταλού δημόσιου άνδρα και πολιτικού φιλοσόφου Νικολό Μακιαβέλλι, το 15ο αιώνα. Και λαμβάνοντας υπόψη τα λόγια αυτά, είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε ιδιαίτερα το μοναδικό επίτευγμα της Συνθήκης της Ρώμης που υπεγράφη πριν από 50 χρόνια. Ακριβώς αυτό ήταν το αποτέλεσμά της, να «εγκαινιάσει μια νέα τάξη πραγμάτων» στην Ευρώπη, να αλλάξει αμετάκλητα τις σχέσεις μεταξύ των εθνών της ηπείρου μας. Όταν γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, πριν από 100 χρόνια, στην Ευρώπη κυριαρχούσε πνεύμα εθνικιστικής αντιπαλότητας, μερκαντιλιστικού ανταγωνισμού και προστατευτισμού στα όρια του απομονωτισμού, το οποίο οδήγησε σε δύο καταστροφικούς αδελφοκτόνους πολέμους μεταξύ των εθνών της Ευρώπης. Την εποχή εκείνη, ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι, μισό αιώνα αργότερα, οι ηγέτες μιας κατεστραμμένης από τους πολέμους ηπείρου θα επιστράτευαν όλο το θάρρος και τη δημιουργικότητά τους για να θέσουν τα θεμέλια της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κι όμως το έπραξαν. Κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τη στενή διάσταση των αυτόνομων εθνών-κρατών και της αδιαίρετης κυριαρχίας και διαμόρφωσαν μια καινοτόμο πολιτική οντότητα όπου οι αποφάσεις για πολλά σημαντικά θέματα λαμβάνονται συλλογικά και η εξουσία ασκείται από κοινού, και υπερεθνικά θεσμικά όργανα είναι υπεύθυνα για την εκτέλεση των καθηκόντων για το κοινό συμφέρον.

Ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής υπήρξε υπέρμαχος και ένθερμος υποστηρικτής του οράματος μιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας η οποία θα συνιστούσε εγχείρημα συνεργασίας για τη διασφάλιση της ειρήνης και της ευημερίας στην ήπειρό μας. Ήταν η κινητήρια δύναμη για την ένταξη της χώρας μας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, το 1981, μια ένταξη που εδραίωσε τη μετάβαση της Ελλάδας σε μια σταθερή και εύρωστη δημοκρατία. Για τους λόγους αυτούς, είναι απολύτως φυσιολογικό η διημερίδα αυτή να αφιερώνεται στην επέτειο των 50 ετών από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης και την επέτειο των 100 ετών από τη γέννηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Με τιμά ιδιαίτερα το γεγονός ότι συμμετέχω στην εκδήλωση αυτή και ομιλώ ενώπιον του εκλεκτού αυτού ακροατηρίου.

Στη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών, ήταν εντυπωσιακή η εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο μετασχηματισμός της Ελλάδας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε πρωτοφανή βήματα προς την εμβάθυνση και τη διεύρυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η Ένωση απαρτίζεται σήμερα από 27 κράτη μέλη και έχει δημιουργήσει έναν χώρο ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας για 495 εκατομμύρια Ευρωπαίους. Η εγκαθίδρυση της νομισματικής ένωσης το 1999 και η δημιουργία του ενιαίου νομίσματος, του ευρώ, υπήρξε ένα πραγματικά ιστορικό ορόσημο με ευρύτατες νομισματικές, αλλά και οικονομικές και πολιτικές, προεκτάσεις.

Κατά την ίδια περίοδο, από την ένταξη της Ελλάδας στην Κοινότητα, σημαντικές αλλαγές σημειώθηκαν στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Στον οικονομικό τομέα, οι διαρθρωτικές αλλαγές – που περιλαμβάνουν την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα και γενικότερα των αγορών και το μεγαλύτερο άνοιγμα της οικονομίας – συνέβαλαν στην αύξηση της αποδοτικότητας. Η μακροοικονομική σταθερότητα βελτιώθηκε σταδιακά. Το 2001, η Ελλάδα υιοθέτησε το ευρώ ως το νόμισμά της. Ως αποτέλεσμα της ουσιαστικής οικονομικής προσαρμογής – σε ονομαστικούς και πραγματικούς όρους – που απαιτήθηκε για τη συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ και χάρη στα οφέλη που επέφερε η υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος, οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας βελτιώθηκαν σημαντικά. Τα τελευταία έτη, η δημοσιονομική εξυγίανση και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ενισχύουν ακόμη περισσότερο την αποδοτικότητα και σταθερότητα της οικονομίας. Σήμερα, η Ελλάδα μπορεί να είναι υπερήφανη για την ευημερούσα και δυναμική οικονομία της - σε συνδυασμό με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου – αν και έχει ακόμη να αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις. Ορισμένες από αυτές τις προκλήσεις συνδέονται εν μέρει με την υιοθέτηση του ευρώ, η οποία αφενός επιφέρει οφέλη και δημιουργεί ευκαιρίες, αλλά αφετέρου συνεπάγεται περιορισμούς στην οικονομική πολιτική και στη λειτουργία της οικονομίας. Αυτοί οι περιορισμοί πρέπει να γίνουν πλήρως κατανοητοί και να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαρκής ανάπτυξη και η συνεχής άνοδος του βιοτικού επιπέδου.

Μια σημαντική συνέπεια της συμμετοχής μιας χώρας στη νομισματική ένωση είναι η εκχώρηση της κυριαρχίας στον τομέα της νομισματικής πολιτικής στο ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο που είναι αρμόδιο για την άσκηση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Αυτό σημαίνει ότι η νομισματική πολιτική δεν μπορεί πλέον να ασκείται σε εθνικό επίπεδο, αλλά αποτελεί ευθύνη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία χαράσσει την ενιαία νομισματική πολιτική για το σύνολο της ζώνης του ευρώ.

Στη σημερινή ομιλία μου σχετικά με τις μελλοντικές προκλήσεις για την Ευρώπη, θα αναλύσω δύο θέματα που έχουν θεμελιώδη σημασία για τη μακροπρόθεσμη απόδοση της ευρωπαϊκής οικονομίας και την ευημερία των ευρωπαίων πολιτών:

  • το πρώτο αφορά τις αναγκαίες συνθήκες και πολιτικές που μπορούν να εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμα τη σταθερότητα και την αξιοπιστία του ευρώ ως «νομίσματος χωρίς κράτος»·

  • το δεύτερο σχετίζεται με ορισμένες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν, ούτως ώστε να ενισχυθούν οι δυνατότητες της οικονομίας της ζώνης του ευρώ για υψηλότερο, διαρκή ρυθμό ανάπτυξης και οι εθνικές οικονομίες να αποκομίσουν όλα τα οφέλη που συνεπάγεται η συμμετοχή τους σε μια νομισματική ένωση, στην οποία αναπόφευκτα η ενιαία νομισματική πολιτική ασκείται για το σύνολο της ζώνης του ευρώ.

II. Το θεσμικό πλαίσιο και το πλαίσιο άσκησης πολιτικής για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση στην Ευρώπη

Φίλοι εκτός Ευρώπης με ρωτούν κατά διαστήματα – δικαιολογημένα θα έλεγα – για θεμελιώδη ζητήματα που αφορούν τη δημιουργία της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης. Μπορεί να είναι πραγματικά βιώσιμο ένα ενιαίο νόμισμα για 13 – και προσεχώς 15 – κυρίαρχες κατά τα άλλα χώρες; Υπάρχει μεν μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία χαράσσει και εφαρμόζει ενιαία νομισματική πολιτική για το σύνολο της ζώνης του ευρώ, δεν υπάρχουν όμως Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης – ή όπως αλλιώς θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μια ευρωπαϊκή πολιτική οντότητα με χαρακτηριστικά έθνους-κράτους. Μπορεί ένα «νόμισμα χωρίς κράτος» να είναι πραγματικά σταθερό και αξιόπιστο μακροπρόθεσμα;

Η επιτυχία του ευρώ κατά τα οκτώ πρώτα χρόνια της ύπαρξής του αποδεικνύει ότι έχουμε βρει τις κατάλληλες απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα: Πρώτον, κατά τον ίδιο τον σχεδιασμό της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης ελήφθη υπόψη ο διαχωρισμός μεταξύ αφενός μιας υπερεθνικής ενιαίας νομισματικής πολιτικής και αφετέρου οικονομικών πολιτικών – όπως η δημοσιονομική, η διαρθρωτική πολιτική ή η πολιτική απασχόλησης – που εξακολουθούν να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των χωρών μελών. Με ποιον τρόπο λάβαμε υπόψη μας αυτό το γεγονός; Δημιουργώντας τους κατάλληλους θεσμούς. «Τίποτα δεν είναι εφικτό χωρίς τους ανθρώπους και τίποτα δεν είναι βιώσιμο χωρίς τους θεσμούς», επεσήμανε ο Jean Monnet με μεγάλη διορατικότητα τη δεκαετία του 1950. Οι ισχυροί και κατάλληλα σχεδιασμένοι θεσμοί είναι απολύτως απαραίτητοι. Η επιτυχής και βιώσιμη πορεία της νομισματικής ένωσης απαιτεί ωστόσο και άλλα συστατικά. Η δεύτερη σημαντική προϋπόθεση αφορά το πλαίσιο άσκησης πολιτικής το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει: σαφείς στόχους πολιτικής, ευφυείς και εκτελεστούς κανόνες, αποτελεσματικά μέσα άσκησης πολιτικής σε κατάλληλη αντιστοίχιση προς τους στόχους, και σταθερή προσήλωση στους στόχους και κανόνες.

Όσον αφορά το νομισματικό σκέλος της ΟΝΕ, η ανεξαρτησία της ΕΚΤ, που διασφαλίζεται στη Συνθήκη και διαφυλάσσεται από τους πολίτες, και ο σαφής και ξεκάθαρος προσανατολισμός της νομισματικής πολιτικής προς τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών αποτελούν τα βασικά στοιχεία της θεσμικής οργάνωσης και του πλαισίου άσκησης της νομισματικής μας πολιτικής. Αυτά τα στοιχεία είναι ισχυρά και βάσιμα, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές απόψεις που κατά καιρούς διατυπώνονται. Το θεσμικό αυτό πλαίσιο λειτουργεί ομαλά, εξασφαλίζει τη σταθερότητα των τιμών και ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης και, ως αποτέλεσμα, συνεισφέρει διαρκώς στη διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στην Ευρώπη. Πέραν του ότι οι ρυθμοί πληθωρισμού είναι συμβατοί, κατά μέσον όρο, με τον ορισμό της ΕΚΤ για τη σταθερότητα των τιμών – δηλαδή ρυθμό πληθωρισμού πλησίον αλλά χαμηλότερα του 2% -, οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό είναι επίσης σταθεροποιημένες στα επίπεδα που προβλέπει ο εν λόγω ορισμός. Τα γεγονότα αυτά καταδεικνύουν ότι οι αγορές και το κοινό έχουν εμπιστοσύνη στο ευρώ, καθώς και στην ικανότητα και αποφασιστικότητα της ΕΚΤ να διατηρήσει τη σταθερότητα των τιμών.

Εκτός από τους καλά σχεδιασμένους θεσμούς για τη νομισματική ένωση, η στρατηγική της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και η ίδια η άσκηση της πολιτικής έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επίτευξη του στόχου μας για σταθερότητα των τιμών και στην εύρυθμη λειτουργία της νομισματικής ένωσης. Η προσανατολισμένη στο μέλλον, μεσοπρόθεσμη κατεύθυνση αυτής της στρατηγικής και το πλαίσιο ανάλυσης που χρησιμοποιείται, το οποίο βασίζεται τόσο στην οικονομική όσο και στη νομισματική ανάλυση και χρησιμοποιεί όλες τις συναφείς διαθέσιμες πληροφορίες, συμβάλλουν στην εξασφάλιση μιας ολοκληρωμένης αξιολόγησης των προοπτικών και των κινδύνων για τη σταθερότητα των τιμών και, ως εκ τούτου, αποτελούν μια σταθερή βάση για τη λήψη αποφάσεων νομισματικής πολιτικής. Επιπλέον, η διαφανής επικοινωνία ενισχύει την κατανόηση, την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Σε τελική ανάλυση, η αποτελεσματικότητα και η αξιοπιστία της ενιαίας νομισματικής πολιτικής εξαρτώνται από τη συνέπεια μεταξύ στόχων, λόγων και πράξεων και από την ικανότητα της πολιτικής να διατηρεί τη σταθερότητα των τιμών, σύμφωνα με το στόχο της, σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Η αξιοπιστία του ευρώ αντικατοπτρίζεται στην ελκυστικότητά του, η οποία έχει περάσει τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ευρώ χρησιμοποιείται από πολλούς οικονομικούς παράγοντες εκτός της ζώνης του ευρώ – ιδιώτες, επιχειρήσεις, επενδυτές και συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, συναλλασσόμενους, καθώς και δημόσιες αρχές – ως μέσο αποθήκευσης αξίας, μέσο πληρωμής ή μέσο συναλλαγών. Το ευρώ είναι πλέον το δεύτερο πιο διαδεδομένο νόμισμα στις συναλλαγές παγκοσμίως. Η ΕΚΤ συλλέγει στοιχεία για το διεθνή ρόλο του ευρώ από το 1999 και οι εξελίξεις που σημειώνονται είναι πράγματι εντυπωσιακές: στο τέλος του 2006, πάνω από 30% του συνόλου των διεθνών χρεογράφων εκφράζονταν σε ευρώ, γεγονός που καταδεικνύει το ρόλο του ευρώ ως νομίσματος χρηματοδότησης· 40 χώρες έχουν συναλλαγματικά καθεστώτα που είναι συνδεδεμένα με το ευρώ, γεγονός που αποδεικνύει το ρόλο του ως νομίσματος αναφοράς· και πάνω από 25% των διεθνών συναλλαγματικών διαθεσίμων τηρούνται σε ευρώ – και πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι τέτοιου είδους στοιχεία δεν δημοσιοποιούνται από όλες τις χώρες. Αυτά είναι μόνο μερικά στατιστικά στοιχεία. Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι το γεγονός ότι οι οικονομικοί παράγοντες εκτός της ζώνης του ευρώ προτιμούν το ευρώ αποδεικνύει την εμπιστοσύνη που δείχνουν στη σταθερότητα και την αξιοπιστία του. Για μας, αυτή η εμπιστοσύνη αποτελεί τιμητική διάκριση για το ευρώ. Παράλληλα, θεωρούμε τη χρήση του ευρώ σε παγκόσμιο επίπεδο ως διαδικασία που καθοδηγείται από τις αγορές και, για αυτό, η ΕΚΤ κρατά μια «ουδέτερη» στάση ως προς το διεθνή ρόλο του ευρώ: δεν παρακωλύει αλλά ούτε και ενθαρρύνει τη χρήση του παγκοσμίως.

Τι γίνεται όμως με το οικονομικό σκέλος της ΟΝΕ; Η αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών και η αξιόπιστη εφαρμογή των εθνικών οικονομικών πολιτικών είναι ουσιώδεις. Προκειμένου να ενισχυθεί η άσκηση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής και η εύρυθμη λειτουργία της νομισματικής ένωσης, προκειμένου να εξασφαλιστεί και να συντονιστεί καλύτερα η εφαρμογή υγιών, βιώσιμων και συνεπών εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών, και προκειμένου να προαχθεί ένας υψηλότερος ρυθμός αύξησης του προϊόντος και της απασχόλησης, είναι απαραίτητη η θέσπιση ενός πλαισίου άσκησης της οικονομικής πολιτικής. Το πλαίσιο αυτό αποτελείται από ένα σύνολο θεσμών, καθώς και από κοινούς προσανατολισμούς πολιτικής, κανόνες και διαδικασίες, που ήδη έχουν τεθεί σε εφαρμογή. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, οι Γενικοί Προσανατολισμοί για την Οικονομική Πολιτική και το πρόγραμμα δράσης της Λισσαβώνας. Άραγε το πλαίσιο αυτό έχει φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα; Ως προς αυτό το θέμα, οι παλιότερες επιδόσεις είναι μάλλον αντιφατικές, αλλά τα τελευταία έτη έχουν σημειωθεί θετικές εξελίξεις και οι προοπτικές παρουσιάζουν βελτίωση. Από την εισαγωγή του κοινού νομίσματος, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος προς μια πιο αποδοτική ευρωπαϊκή οικονομία και η αύξηση της απασχόλησης είναι εντυπωσιακή. Ωστόσο, οφείλουμε να παραδεχθούμε επίσης ότι η άνοδος της παραγωγικότητας και η οικονομική ανάπτυξη την τελευταία δεκαετία δεν ήταν τόσο ισχυρές όσο θα θέλαμε – ιδίως σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

III. Οι προκλήσεις για τις οικονομικές πολιτικές στην Ευρώπη

Σήμερα παρατηρείται στη ζώνη του ευρώ σταθερή και ευρεία ανάκαμψη και ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να παραμείνει ισχυρός τα επόμενα τρίμηνα. Υπάρχουν δύο βασικά ζητήματα οικονομικής πολιτικής που αφορούν τη μακροπρόθεσμη απόδοση της οικονομίας της ζώνης του ευρώ και τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Πρώτον, πώς να αυξήσουμε τις δυνατότητες υψηλότερης διαρκούς μη πληθωριστικής ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ συνολικά. Δεύτερον, πώς να το επιτύχουμε κατά τρόπο ισορροπημένο ούτως ώστε να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη για όλες τις χώρες που συμμετέχουν στη νομισματική ένωση και να διατηρηθεί η συνοχή της.

Προκειμένου η σημερινή οικονομική επέκταση της Ευρώπης να παραμείνει δυναμική σε διατηρήσιμη βάση στο πλαίσιο μιας ολοένα πιο ανταγωνιστικής παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, είναι ουσιώδες να ενισχύσουμε περαιτέρω τους δύο θεμελιώδεις προσδιοριστικούς παράγοντες της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, τη χρησιμοποίηση του εργατικού δυναμικού και την παραγωγικότητα, επηρεάζοντας καταλλήλως τους υποκείμενους παράγοντες που καθορίζουν την ικανότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας να επιτυγχάνει αύξηση της αποτελεσματικότητας και να δημιουργεί περισσότερες θέσεις εργασίας. Τα τελευταία έτη, οι ρυθμοί αύξησης τόσο της χρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού όσο και της παραγωγικότητας έχουν επιταχυνθεί, αλλά υπάρχει περιθώριο και ανάγκη για περαιτέρω συνεχή άνοδο. Επιτρέψτε μου να αναφερθώ εν συντομία στις προοπτικές και τα απαραίτητα μέσα.

Η πρόσφατη και συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας συνοδεύεται από σημαντική και σταθερή αύξηση της απασχόλησης και μείωση του ποσοστού ανεργίας, το οποίο έχει φθάσει στο χαμηλότερο επίπεδο (7%) από την εισαγωγή του ευρώ το 1999. Αυτό που είναι ιδιαίτερα θετικό είναι ότι αυτές οι εξελίξεις αντανακλούν επίσης μια συνεχιζόμενη άνοδο του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και έναν σχετικά σταθερό αριθμό ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο, έπειτα από πτώση των ωρών εργασίας κατά τα προηγούμενα έτη. Ως συνέπεια, το συνολικό ποσοστό χρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού αυξήθηκε και είναι πιθανόν να συνεχίσει να αυξάνεται, εν μέρει ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας που υλοποιήθηκαν σε πολλές χώρες της ζώνης του ευρώ και οι οποίες αύξησαν τα κίνητρα για εργασία και τις ευκαιρίες απασχόλησης. Ωστόσο, υπάρχει σαφώς περιθώριο αλλά και ανάγκη περαιτέρω βελτίωσης στις αγορές εργασίας της ζώνης του ευρώ. Το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και οι ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο εξακολουθούν να βρίσκονται σε σχετικά χαμηλό επίπεδο, ενώ το ποσοστό ανεργίας παραμένει απαράδεκτα υψηλό σε σύγκριση με άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες και με τις αντίστοιχες επιδόσεις των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας πριν από μια εικοσαετία.

Τα καλά νέα, δηλαδή το γεγονός ότι διανύουμε σήμερα μια φάση οικονομικής ανάκαμψης που οδηγεί στη δημιουργία θέσεων εργασίας σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, συνοδεύονται από μια άλλη ενθαρρυντική εξέλιξη με δυνητικά θετική επίδραση για την επίτευξη υψηλότερου ρυθμού μακροπρόθεσμης ανάπτυξης σε διατηρήσιμη βάση: πρόκειται για την πρόσφατη βελτίωση των επιδόσεων της ζώνης του ευρώ ως προς την παραγωγικότητα. Ωστόσο, είναι πολύ νωρίς για να συμπεράνουμε αν η βελτίωση αυτή είναι προσωρινή ή μόνιμη. Διαθέτουμε όμως στοιχεία που καταδεικνύουν ότι, σε ορισμένους τομείς και σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και η αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων έχουν αυξήσει την παραγωγικότητα και συμβάλλουν στη μεγαλύτερη αύξηση του δυνητικού προϊόντος. Παρόλο που σίγουρα χρειαζόμαστε περισσότερα στοιχεία και πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση προκειμένου να διαμορφώσουμε οριστική άποψη σχετικά με το βαθμό στον οποίο η πρόσφατη άνοδος της παραγωγικότητας αποτελεί διαρθρωτική βελτίωση, μπορώ –βάσει των εξελίξεων των αγορών εργασίας και της παραγωγικότητας- να διατυπώσω δύο συμπεράσματα για το σύνολο της ζώνης του ευρώ και για τις χώρες μέλη της ξεχωριστά: πρώτον, οι εμπειρίες ορισμένων κρατών μελών καταδεικνύουν ότι οι μεταρρυθμίσεις όντως αποφέρουν καρπούς. Και, δεύτερον, δεν χωρά αμφιβολία ότι επιπρόσθετες μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες προκειμένου να εξασφαλιστεί διαρκώς υψηλότερος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας και της χρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού και, επομένως, ταχύτερη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη.

Ολοένα και περισσότερο αναγνωρίζεται – και μάλιστα με μεγαλύτερη ομοφωνία – η ανάγκη υλοποίησης περαιτέρω ουσιωδών μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών της ευρωπαϊκής οικονομίας. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ευρώπη γνωρίζουν ποιες ενέργειες είναι απαραίτητες για αυτό το σκοπό. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται τα εξής:

  1. α. μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και, κυρίως, υπηρεσιών·

  2. β. μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της ευελιξίας και της προσαρμοστικότητας των αγορών εργασίας·

  3. γ. μεταρρυθμίσεις για βελτίωση της εκπαίδευσης (συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων κατάρτισης στην εργασία και της δια βίου μάθησης), ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης, προώθηση της καινοτομίας και διευκόλυνση της διάδοσης της τεχνολογικής προόδου, ούτως ώστε να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες που προσφέρει μια οικονομία η οποία βασίζεται ολοένα και περισσότερο στη γνώση·

  4. δ. πολιτικές και θεσμοί για τη δημιουργία ευνοϊκότερου επιχειρηματικού κλίματος·

  5. ε. μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ενοποίησης, του ανταγωνισμού και της καινοτομίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές της Ευρώπης, με ιδιαίτερη έμφαση στα επιχειρηματικά κεφάλαια· και

  6. στ. μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ποιότητας και της αποδοτικότητας των δημόσιων δαπανών, καθώς και των φορολογικών συστημάτων και συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης.

Για την υλοποίηση των εν λόγω μεταρρυθμίσεων, οι κυβερνήσεις της ΕΕ έθεσαν στόχους και ανέλαβαν δεσμεύσεις μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων. Τώρα είναι η στιγμή να τηρηθούν οι εν λόγω δεσμεύσεις και τα λόγια να γίνουν έργα. Η οικονομική ανάκαμψη που παρατηρείται σήμερα στην Ευρώπη παρέχει σίγουρα την καλύτερη ευκαιρία για να δώσουμε ώθηση στην υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, καθώς και στην περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση. Άλλωστε, οι καλές ευκαιρίες δεν πρέπει να μένουν ανεκμετάλλευτες!

Επιπλέον, είναι επίσης σημαντικό για τις οικονομίες των κρατών μελών στη νομισματική ένωση – όπου η ενιαία νομισματική πολιτική προσανατολίζεται προς τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών για τη ζώνη του ευρώ συνολικά – να διατηρούν και να ενισχύουν την ανταγωνιστικότητά τους εντός της ένωσης. Οι αποκλίσεις ως προς την εξέλιξη του πληθωρισμού και της ανταγωνιστικότητας στις επιμέρους χώρες μέλη μπορεί να έχουν ανεπιθύμητες συνέπειες στις επιδόσεις των εθνικών οικονομιών. Δεδομένου ότι η ενιαία νομισματική πολιτική δεν μπορεί – και άρα δεν θα πρέπει – να χρησιμοποιείται για να αμβλύνει τις επιπτώσεις αυτών των περιφερειακών αποκλίσεων, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οι οικονομικές πολιτικές στις επιμέρους χώρες αποτελούν το μέσο αντιμετώπισης τυχόν συστηματικά δυσμενών εξελίξεων στον πληθωρισμό ή στην ανταγωνιστικότητα σε συγκεκριμένες χώρες.

IV. Τελικά συμπεράσματα

Και φθάνω τώρα σε ορισμένα τελικά συμπεράσματα: έχουμε συγκεντρωθεί σήμερα στους Δελφούς, το μαντείο της αρχαιότητας όπου δίνονταν οι περίφημοι χρησμοί. Ποιος θα μπορούσε να είναι σήμερα ο χρησμός για το μέλλον της Ευρώπης; Δεν θα επιχειρήσω να μαντέψω. Παρεμπιπτόντως, ο Jean Monnet ήταν εξίσου επιφυλακτικός στις προβλέψεις του για το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, όταν έλεγε ότι «κανείς δεν μπορεί να πει σήμερα ποια θα είναι ακριβώς η αυριανή διάρθρωση της Ευρώπης, καθώς οι αυριανές αλλαγές, οι οποίες θα προκληθούν από τις σημερινές, είναι απρόβλεπτες». Όπως συνέβαινε συχνά και στο παρελθόν, ο χρησμός μπορεί να είναι αμφιλεγόμενος και να αφήνει περιθώρια για διαφορετικές ερμηνείες σχετικά με το τι μέλλει γενέσθαι. Ωστόσο, υπάρχουν δύο βέβαια γεγονότα στα οποία μπορούμε να βασιζόμαστε. Πρώτον, εξακολουθεί να υφίσταται η εγγενής δυναμική της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την οποία είχε προβλέψει ο Jean Monnet και είχε προασπιστεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Σαφής απόδειξη είναι η Διακυβερνητική Διάσκεψη που διεξάγεται επί του παρόντος για τον καθορισμό των λεπτομερειών της νέας Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και δεύτερον, όποια μορφή και αν λάβει μελλοντικά η «ολοένα στενότερη ένωση» της Ευρώπης, τα στέρεα θεμέλια της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και το ευρώ – το κοινό μας νόμισμα και σύμβολο της κοινής μας ταυτότητας – θα εξακολουθήσουν αδιαμφισβήτητα να αποτελούν τα κύρια συστατικά του ευρωπαϊκού μας μέλλοντος.

Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας

Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εφόσον γίνεται αναφορά στην πηγή.

Εκπρόσωποι Τύπου