EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 32000D0016(01)

2001/81/ΕΚ: Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 1ης Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως τροποποιήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1999 και στις 12 Δεκεμβρίου 2000 (ΕΚΤ/2000/16)

ΕΕ L 33 της 2.2.2001, σ. 1 έως 20 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Νομικό καθεστώς του εγγράφου Δεν ισχύει πλέον, Ημερομηνία λήξης ισχύος: 31/12/2002; καταργήθηκε από 32002D0011(01)

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2001/81(2)/oj

32001D0081

2001/81/ΕΚ: Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 1ης Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως τροποποιήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1999 και στις 12 Δεκεμβρίου 2000 (ΕΚΤ/2000/16)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 033 της 02/02/2001 σ. 0001 - 0020


Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

της 1ης Δεκεμβρίου 1998

σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως τροποποιήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1999 και στις 12 Δεκεμβρίου 2000

(ΕΚΤ/2000/16)

(2001/81/ΕΚ)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής καλούμενο "καταστατικό"), και ιδίως το άρθρο 26.2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Σύμφωνα με το άρθρο 26.2 του καταστατικού, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θεσπίζει τις λογιστικές αρχές για τους ετήσιους λογαριασμούς της ΕΚΤ.

(2) Έχει αποδοθεί η δέουσα σημασία στο προπαρασκευαστικό έργο που διεξήγαγε το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα (ΕΝΙ).

(3) Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ανάγκη συγκρισιμότητας, η μορφή εμφάνισης των λογαριασμών που παρουσιάζονται στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης απαιτείται να εφαρμοστεί στους ετήσιους λογαριασμούς της ΕΚΤ για το έτος 2000, παρά το γεγονός ότι η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2001.

(4) Η ΕΚΤ αποδίδει μεγάλη σημασία στην ενίσχυση της διαφάνειας του κανονιστικού πλαισίου του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), ακόμη και στην περίπτωση που δεν υφίσταται σχετική υποχρέωση βάσει της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Με γνώμονα την προσέγγιση αυτή, η ΕΚΤ αποφασίζει να δημοσιεύσει μία ενοποιημένη έκδοση της απόφασης σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 1ης Δεκεμβρίου 1998, όπως τροποποιήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1999 και στις 12 Δεκεμβρίου 2000,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης:

- με τον όρο "μεταβατική περίοδος" νοείται η περίοδος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 1999 και τελειώνει στις 31 Δεκεμβρίου 2001,

- με τον όρο "εθνικές κεντρικές τράπεζες" (ΕθνΚΤ) νοούνται οι ΕθνΚΤ των συμμετεχόντων κρατών μελών,

- με τον όρο "συμμετέχοντα κράτη μέλη" νοούνται τα κράτη μέλη που έχουν υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα, σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (εφεξής καλούμενη "συνθήκη),"

- με τον όρο "μη συμμετέχοντα κράτη μέλη" νοούνται τα κράτη μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το εναίο νόμισμα, σύμφωνα με τη συνθήκη,

- με τον όρο "Ευρωσύστημα" νοούνται οι ΕθνΚΤ και η ΕΚΤ.

2. Περαιτέρω ορισμοί των τεχνικών όρων που χρησιμοποιούνται στην παρούσα απόφαση περιλαμβάνονται στο γλωσσάριο που προσαρτάται ως παράρτημα I.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

Οι κανόνες που ορίζονται στην παρούσα απόφαση εφαρμόζονται στους ετήσιους λογαριασμούς της ΕΚΤ, στους οποίους περιλαμβάνεται ο ισολογισμός, τα στοιχεία που καταγράφονται στα λογιστικά βιβλία της ΕΚΤ εκτός ισολογισμού, ο λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσεως και οι σημειώσεις επί των ετήσιων λογαριασμών της ΕΚΤ.

Άρθρο 3

Βασικές λογιστικές παραδοχές

Ισχύουν οι ακόλουθες βασικές λογιστικές παραδοχές:

α) πραγματική οικονομική κατάσταση και διαφάνεια: οι λογιστικές μέθοδοι και η υποβολή χρηματοοικονομικών στοιχείων αντανακλούν την πραγματική οικονομική κατάσταση και χαρακτηρίζονται από διαφάνεια, η δε ποιότητα των υποβαλλόμενων στοιχείων προωθεί την ευκολία στην κατανόηση, τη συνάφεια, την αξιοπιστία και τη συγκρισιμότητα. Οι συναλλαγές καταγράφονται και παρουσιάζονται με κριτήριο το ουσιαστικό τους περιεχόμενο και την πραγματική οικονομική κατάσταση και όχι μόνο με κριτήριο το νομικό τους τύπο·

β) συντηρητικότητα: η αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού και η λογιστικοποίηση των αποτελεσμάτων διεξάγονται συντηρητικά. Στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης, αυτό συνεπάγεται ότι τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη δεν λογίζονται ως έσοδα στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως, αλλά μεταφέρονται απευθείας σε λογαριασμό αναπροσαρμογής. Ωστόσο, η αρχή της συντηρητικότητας δεν επιτρέπει τη δημιουργία αφανών αποθεματικών ή την από πρόθεση ανακριβή αναγραφή στοιχείων στον ισολογισμό και στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως·

γ) λήψη των μεταγενέστερων του ισολογισμού γεγονότων: για τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στο διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κλεισίματος του ετήσιου ισολογισμού και της ημερομηνίας έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων από τα αρμόδια όργανα, πραγματοποιείται προσαρμογή των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού, εφόσον τα εν λόγω γεγονότα επηρεάζουν την κατάσταση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού. Δεν πραγματοποιείται προσαρμογή των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, αλλά γίνεται αποκάλυψη των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα μετά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού, εφόσον αυτά δεν επηρεάζουν μεν την κατάσταση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού, αλλά η σπουδαιότητά τους είναι τέτοια, ώστε η μη αποκάλυψή τους θα επηρεάζε τη δυνατότητα των χρηστών των οικονομικών καταστάσεων να προβούν σε ορθές εκτιμήσεις και να λάβουν ορθές αποφάσεις·

δ) ουσιώδες των λογιστικών γεγονότων: δεν επιτρέπονται παρεκκλίσεις από τους λογιστικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που επηρεάζουν τον υπολογισμό των αποτελεσμάτων χρήσεως της ΕΚΤ, εκτός εάν αφορούν λογιστικά γεγονότα που εύλογα κρίνονται επουσιώδη, στο συνολικό πλαίσιο και στην παρουσίαση των χρηματοοικονομικών λογαριασμών του ιδρύματος που υποβάλλει στοιχεία·

ε) συνεχιζόμενη δραστηριότητα: οι λογαριασμοί καταρτίζονται με βάση την αρχή της συνεχιζόμενης δραστηριότητας·

στ) πραγματοποίηση των εσόδων/εξόδων: τα έσοδα και τα έξοδα που αφορούν τη χρήση λογίζονται σ' αυτή, ανεξάρτητα από το χρόνο της είσπραξης ή της πληρωμής τους·

ζ) συνέπεια και συγκρισιμότητα: τα κριτήρια για την αποτίμηση του ισολογισμού και τη λογιστικοποίηση των αποτελεσμάτων εφαρμόζονται με συνέπεια, σύμφωνα με την ομοιογενή και συνεχή προσέγγιση, προκειμένου να διασφαλιστεί η συγκρισιμότητα των στοιχείων στις λογιστικές καταστάσεις.

Άρθρο 4

Λογιστικοποίηση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού

Ένα χρηματοοικονομικό ή άλλο στοιχείο του ενεργητικού/παθητικού καταχωρείται στον ισολογισμό του φορέα που υποβάλλει στοιχεία, μόνο όταν:

α) είναι πιθανό ότι κάθε μελλοντικό οικονομικό όφελος που σχετίζεται με το στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού θα εισρέει στο φορέα που υποβάλλει στοιχεία ή θα εκρέει από αυτόν·

β) ουσιαστικά, οι κίνδυνοι και τα οφέλη που σχετίζονται με το στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού μεταβαίνουν στο φορέα που υποβάλλει στοιχεία·

γ) το κόστος ή η αξία του στοιχείου του ενεργητικού για το φορέα που υποβάλλει στοιχεία ή το ποσό της υποχρέωσης είναι δυνατό να υπολογιστούν με αξιόπιστο τρόπο.

Άρθρο 5

Η προσέγγιση της ταμειακής τακτοποίησης

Η προσέγγιση της ταμειακής τακτοποίησης χρησιμοποιείται ως βάση για την καταγραφή στοιχείων στο λογιστικό σύστημα της ΕΚΤ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 6

Σύνθεση του ισολογισμού

Η σύνθεση του ισολογισμού βασίζεται στη δομή που καθορίζεται στο παράρτημα II.

Άρθρο 7

Κανόνες αποτίμησης του ισολογισμού

1. Οι τρέχουσες αγοραίες τιμές και ισοτιμίες χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της αποτίμησης του ισολογισμού, εκτός εάν άλλως ορίζεται στο παράρτημα II.

2. Η αναπροσαρμογή της αξίας του χρυσού, των χρηματοδοτικών μέσων σε ξένο νόμισμα, των χρεογράφων και των χρηματοοικονομικών μέσων (εντός και εκτός ισολογισμού) διενεργείται στο τέλος της χρήσης στη μέση αγοραία ισοτιμία και τη μέση αγοραία τιμή.

3. Δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ των διαφορών από αναπροσαρμογή της τιμής και της συναλλαγματικής ισοτιμίας για το χρυσό: η μοναδική διαφορά από την αναπροσαρμογή της αξίας του χρυσού λογιστικοποιείται βάσει της τιμής σε ευρώ ανά ορισμένη μονάδα βάρους χρυσού, όπως αυτή προκύπτει από τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ την ημερομηνία της αναπροσαρμογής. Η αναπροσαρμογή για το συνάλλαγμα γίνεται κατά νόμισμα (συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών εντός και εκτός ισολογισμού) και για τα χρεόγραφα κατά κωδικό (ίδιος αριθμός/τύπος ISIN), εξαιρουμένων των χρεογράφων που περιλαμβάνονται στην ομάδα "Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού", τα οποία αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστά διαθέσιμα.

Άρθρο 8

Συμφωνίες επαναγοράς

1. Μία συμφωνία επαναγοράς καταγράφεται στο παθητικό σκέλος του ισολογισμού ως εισερχόμενη κατάθεση καλυπτόμενη από ασφάλεια, ενώ το στοιχείο που χρησιμοποιείται ως ασφάλεια παραμένει στο ενεργητικό σκέλος του ισολογισμού. Τα πωληθέντα χρεόγραφα, τα οποία πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο επαναγοράς βάσει συμφωνιών επαναγοράς, αντιμετωπίζονται από την υποχρεούμενη σε επαναγορά τους ΕΚΤ σαν να αποτελούσαν ακόμα τμήμα του χαρτοφυλακίου από το οποίο προήλθαν.

2. Μία αντιστρεπτέα συμφωνία επαναγοράς καταγράφεται στο ενεργητικό σκέλος του ισολογισμού ως εξερχόμενο δάνειο καλυπτόμενο από ασφάλεια για το ποσό του δανείου. Η αξία των χρεογράφων που αποκτώνται βάσει αντιστρεπτέων συμφωνιών επαναγοράς δεν αναπροσαρμόζεται, κανένα δε κέρδος ή ζημία που απορρέει από αυτές δεν μεταφέρεται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως από το δανειστή των κεφαλαίων.

3. Οι συμφωνίες επαναγοράς, οι οποίες αφορούν χρεόγραφα που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα, δεν επηρεάζουν το μέσο κόστος της συναλλαγματικής θέσης του συγκεκριμένου νομίσματος.

4. Στην περίπτωση δανειστικών συναλλαγών επί χρεογράφων, τα χρεόγραφα παραμένουν στον ισολογισμό του μεταβιβάζοντος. Οι εν λόγω συναλλαγές καταγράφονται με τον ίδιο τρόπο που ορίζεται για τις πράξεις επαναγοράς. Εάν, ωστόσο, τα χρεόγραφα που αποτέλεσαν αντικείμενο του δανείου δεν βρίσκονται στον αποθετήριο χώρο του προς ον η μεταβίβαση στο τέλος της χρήσης, ο τελευταίος απαιτείται να δημιουργήσει πρόβλεψη για ζημίες, εάν η αγοραία αξία των υποκειμένων χρεογράφων έχει αυξηθεί από την ημερομηνία σύναψης του δανείου, και να εμφανίσει υποχρέωση (για αναμεταβίβαση των χρεογράφων), εάν τα χρεόγραφα έχουν εν τω μεταξύ πωληθεί από αυτόν.

5. Οι συναλλαγές επί χρυσού που καλύπτονται από ασφάλεια αντιμετωπίζονται ως συμφωνίες επαναγοράς. Οι ροές χρυσού, οι οποίες σχετίζονται με τις εν λόγω συναλλαγές που καλύπτονται από ασφάλεια, δεν καταγράφονται στις λογιστικές καταστάσεις, ο δε λογιστικός χειρισμός της διαφοράς μεταξύ της άμεσης και της προθεσμιακής τιμής της συναλλαγής διενεργείται βάσει της αρχής της πραγματοποιήσεως των εσόδων/εξόδων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

Άρθρο 9

Λογιστικοποίηση αποτελεσμάτων

1. Οι ακόλουθοι κανόνες ισχύουν για τη λογιστικοποίηση των αποτελεσμάτων:

α) τα πραγματοποιηθέντα κέρδη και οι πραγματοποιηθείσες ζημίες μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως·

β) τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη δεν καταγράφονται ως έσοδα, αλλά μεταφέρονται απευθείας σε λογαριασμό αναπροσαρμογής·

γ) οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως, όταν υπερβαίνουν προηγούμενα κέρδη από αναπροσαρμογή, τα οποία καταγράφηκαν στον αντίστοιχο λογαριασμό αναπροσαρμογής·

δ) οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως δεν αντιλογίζονται έναντι νέων μη πραγματοποιηθέντων κερδών επόμενων χρήσεων·

ε) οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που αφορούν οποιοδήποτε χρεόγραφο ή νόμισμα ή διαθέσιμα χρυσού δεν αντιλογίζονται έναντι μη πραγματοποιηθέντων κερδών που αφορούν άλλα χρεόγραφα ή νομίσματα ή χρυσό.

2. Οι διαφορές από την υπέρ ή υπό το άρτιο έκδοση και αγορά χρεογράφων υπολογίζονται και εμφανίζονται ως τμήμα των εσόδων από τόκους, η δε απόσβεσή τους πραγματοποιείται στην εναπομένουσα διάρκεια ζωής των χρεογράφων είτε σύμφωνα με τη μέθοδο της σταθερής απόσβεσης είτε σύμφωνα με τη μέθοδο του εσωτερικού βαθμού απόδοσης. Πάντως, η μέθοδος του εσωτερικού βαθμού απόδοσης εφαρμόζεται υποχρεωτικά ως προς τα χρεόγραφα υπό το άρτιο με εναπομένουσα διάρκεια ζωής άνω του ενός έτους από την αγορά τους.

3. Οι μεταβατικοί λογαριασμοί που εκφράζονται σε ξένα νομίσματα μετατρέπονται με τη μέση αγοραία ισοτιμία του τέλους της χρήσης και οι σχετικές εγγραφές αντιλογίζονται με βάση την ίδια ισοτιμία.

4. Μόνο οι συναλλαγές που συνεπάγονται μεταβολή των διαθεσίμων κάποιου συγκεκριμένου νομίσματος μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πραγματοποιηθέντων κερδών ή ζημιών σε συνάλλαγμα.

5. Τα διαθέσιμα των ειδικών λογαριασμών αναπροσαρμογής, τα οποία προκύπτουν από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 49.2 του καταστατικού εισφορές των κεντρικών τραπεζών κρατών μελών, για τα οποία η παρέκκλιση καταργείται, χρησιμοποιούνται για την κάλυψη μη πραγματοποιηθεισών ζημιών, όταν υπερβαίνουν προηγούμενα κέρδη από αναπροσαρμογή, τα οποία καταγράφηκαν στον αντίστοιχο (συνήθη) λογαριασμό αναπροσαρμογής της παραγράφου 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου, πριν από την κάλυψη των εν λόγω ζημιών σύμφωνα με το άρθρο 33.2 του καταστατικού. Τα διαθέσιμα των ειδικών λογαριασμών αναπροσαρμογής για το χρυσό, το συνάλλαγμα και τα χρεόγραφα, μειώνονται κατ' αναλογία, στην περίπτωση μείωσης των διαθεσίμων των σχετικών περιουσιακών στοιχείων.

Άρθρο 10

Κόστος συναλλαγών

1. Οι ακόλουθοι γενικοί κανόνες ισχύουν για το κόστος συναλλαγών:

α) η μεθόδος του μέσου κόστους χρησιμοποιείται σε ημερήσια βάση για το χρυσό, τα χρηματοδοτικά μέσα σε ξένο νόμισμα και τα χρεόγραφα, προκειμένου να υπολογιστεί το κόστος κτήσεως των πωληθέντων στοιχείων, σε συνάρτηση με την επίδραση των διακυμάνσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή/και των τιμών·

β) η τιμή/ ισοτιμία μέσου κόστους του στοιχείου του ενεργητικού/παθητικού μειώνεται/αυξάνεται από τις μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος της χρήσης·

γ) στην περίπτωση απόκτησης χρεογράφων με τοκομερίδια, το αγοραζόμενο ποσό των τοκομεριδίων λογίζεται ως μεμονωμένο στοιχείο. Στην περίπτωση χρεογράφων που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα, το εν λόγω ποσό περιλαμβάνεται στα διαθέσιμα του νομίσματος αυτού, αλλά δεν περιλαμβάνεται στο κόστος ή την τιμή του στοιχείου του ενεργητικού, προκειμένου να καθοριστεί η μέση τιμή.

2. Οι ακόλουθοι ειδικοί κανόνες ισχύουν για τα χρεόγραφα:

α) οι συναλλαγές καταγράφονται με την τιμή συναλλαγής και εγγράφονται στους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς με την καθαρή τιμή·

β) τα φύλακτρα και οι διοικητικές αμοιβές, τα έξοδα τήρησης τρεχούμενων λογαριασμών και άλλα έμμεσα έξοδα δεν θεωρούνται ως κόστος συναλλαγής και περιλαμβάνονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως. Δεν λογίζονται ως τμήμα του μέσου κόστους ενός συγκεκριμένου στοιχείου του ενεργητικού·

γ) τα έσοδα καταγράφονται ακαθάριστα, ο δε παρακρατούμενος αποδοτέος φόρος και οι λοιποί φόροι καταγράφονται χωριστά·

στ) προκειμένου να υπολογιστεί το κόστος αγοράς ενός χρεογράφου, είτε i) όλες οι αγορές που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια της ημέρας προστίθενται, με την τιμή κόστους, στα διαθέσιμα της προηγούμενης ημέρας, παράγοντας μια νέα σταθμισμένη μέση τιμή, πριν από τη λογιστικοποίηση των πωλήσεων για την ίδια ημέρα, είτε ii) οι μεμονωμένες αγορές και πωλήσεις χρεογράφων καταγράφονται με τη σειρά κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια της ημέρας, με σκοπό τον υπολογισμό της αναθεωρημένης μέσης τιμής.

3. Οι ακόλουθοι ειδικοί κανόνες ισχύουν για το χρυσό και το συνάλλαγμα:

α) οι συναλλαγές σε ξένο νόμισμα, οι οποίες δεν συνεπάγονται μεταβολή των διαθεσίμων του νομίσματος αυτού, μετατρέπονται σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας σύναψης της σύμβασης ή της ημερομηνίας διακανονισμού και δεν επηρεάζουν το κόστος αγοράς των διαθεσίμων του συγκεκριμένου νομίσματος·

β) οι συναλλαγές σε ξένο νόμισμα, οι οποίες συνεπάγονται μεταβολή των διαθεσίμων του νομίσματος αυτού, μετατρέπονται σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία της ημερομηνίας σύναψης της σύμβασης ή της ημερομηνίας διακανονισμού·

γ) οι πραγματικές ταμειακές εισπράξεις και πληρωμές αποτιμώνται στη μέση αγοραία συναλλαγματική ισοτιμία, την ημέρα του διακανονισμού·

δ) οι καθαρές αγορές νομισμάτων και χρυσού που πραγματοποιούνται στη διάρκεια της ημέρας προστίθενται, με το μέσο κόστος των αγορών της ημέρας για κάθε νόμισμα και για το χρυσό, στα διαθέσιμα της προηγούμενης ημέρας, παράγοντας μια νέα σταθμισμένη μέση ισοτιμία/τιμή χρυσού. Στην περίπτωση καθαρών πωλήσεων, ο υπολογισμός του πραγματοποιηθέντος κέρδους ή της πραγματοποιηθείσας ζημίας βασίζεται στο μέσο κόστος του αντίστοιχου νομίσματος ή των διαθεσίμων χρυσού της προηγούμενης ημέρας, έτσι ώστε το μέσο κόστος να παραμένει αμετάβλητο. Οι διαφορές στη μέση ισοτιμία/τιμή χρυσού μεταξύ των εισροών και των εκροών που σημειώθηκαν στη διάρκεια της ημέρας έχουν επίσης ως αποτέλεσμα πραγματοποιηθέντα κέρδη ή ζημίες. Σε περίπτωση αρνητικής θέσης ως προς ξένο νόμισμα ή χρυσό, η προαναφερθείσα προσέγγιση αντιστρέφεται. Επομένως, το μέσο κόστος της θέσης του παθητικού επηρεάζεται από τις καθαρές πωλήσεις, ενώ οι καθαρές αγορές μειώνουν τη θέση στην υπάρχουσα σταθμισμένη μέση ισοτιμία/τιμή χρυσού·

ε) το κόστος των πράξεων συναλλάγματος και άλλα γενικά έξοδα εγγράφονται στο λογαριασμό των αποτελεσμάτων χρήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 11

Γενικοί κανόνες

1. Οι προθεσμιακές πράξεις συναλλάγματος, τα προθεσμιακά σκέλη των πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων και άλλες πράξεις που συνεπάγονται ανταλλαγή ενός νομίσματος έναντι άλλου σε μελλοντική ημερομηνία περιλαμβάνονται στην καθαρή συναλλαγματική θέση, προκειμένου να υπολογιστούν τα κέρδη και οι ζημίες σε συνάλλαγμα.

2. Οι πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, οι προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίων και άλλες πράξεις επί επιτοκίων καταγράφονται και αναπροσαρμόζονται κατά στοιχείο. Οι πράξεις αυτές αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστά στοιχεία σε σχέση με τα στοιχεία εντός ισολογισμού.

3. Η λογιστικοποίηση και ο χειρισμός των κερδών και ζημιών που απορρέουν από πράξεις εκτός ισολογισμού πραγματοποιούνται με τρόπο όμοιο με τον ακολουθούμενο επί των πράξεων εντός ισολογισμού.

Άρθρο 12

Προθεσμιακές πράξεις συναλλάγματος

1. Οι προθεσμιακές αγορές και πωλήσεις καταχωρούνται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού, για το διάστημα που εκτείνεται από την ημερομηνία της συναλλαγής έως την ημερομηνία του διακανονισμού, με την άμεση ισοτιμία της προθεσμιακής πράξης. Τα κέρδη και οι ζημίες επί των πωλήσεων υπολογίζονται βάσει του μέσου κόστους της συναλλαγματικής θέσης κατά την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης (συν δύο ή τρεις εργάσιμες ημέρες), σύμφωνα με την ημερήσια διαδικασία συμψηφισμού για τις αγορές και τις πωλήσεις. Τα κέρδη και οι ζημίες αντιμετωπίζονται ως μη πραγματοποιηθέντα έως την ημερομηνία διακανονισμού και ο λογιστικός τους χειρισμός πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1.

2. Η διαφορά μεταξύ της άμεσης και της προθεσμιακής ισοτιμίας αντιμετωπίζεται ως τόκος πληρωτέος ή εισπρακτέος βάσει της αρχής της πραγματοποιήσεως των εσόδων/εξόδων, τόσο για τις αγορές όσο και για τις πωλήσεις.

3. Κατά την ημερομηνία διακανονισμού, οι εκτός ισολογισμού εγγραφές αντιλογίζονται και το τυχόν υπόλοιπο στο λογαριασμό αναπροσαρμογής εγγράφεται σε πίστωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως, στο τέλος του τριμήνου.

4. Το μέσο κόστος της συναλλαγματικής θέσης επηρεάζεται από προθεσμιακές αγορές, από την ημερομηνία συναλλαγής συν δύο ή τρεις εργάσιμες ημέρες, ανάλογα με τις πρακτικές της αγοράς που αφορούν το διακανονισμό άμεσων συναλλαγών με την άμεση ισοτιμία αγοράς.

5. Η αποτίμηση των προθεσμιακών θέσεων πραγματοποιείται σε συσχετισμό με την άμεση θέση του ιδίου νομίσματος, αντισταθμίζοντας τυχόν διαφορές που ενδεχομένως προκύπτουν εντός της θέσης ενός μεμονωμένου νομίσματος. Μία καθαρή ζημία εγγράφεται σε χρέωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως, όταν υπερβαίνει προηγούμενα κέρδη από αναπροσαρμογή, τα οποία έχουν καταγραφεί στο λογαριασμό αναπροσαρμογής· ένα καθαρό κέρδος εγγράφεται σε πίστωση του λογαριασμού αναπροσαρμογής.

Άρθρο 13

Πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων

1. Οι άμεσες αγορές και πωλήσεις καταχωρούνται στους λογαριασμούς εντός ισολογισμού κατά την ημερομηνία διακανονισμού.

2. Οι προθεσμιακές αγορές και πωλήσεις καταχωρούνται στους λογαριασμούς εκτός ισολογισμού για το διάστημα που εκτείνεται από την ημερομηνία συναλλαγής έως την ημερομηνία διακανονισμού, με την άμεση ισοτιμία των προθεσμιακών συναλλαγών.

3. Καθώς οι πωλήσεις καταχωρούνται με την άμεση ισοτιμία της συναλλαγής, δεν προκύπτουν κέρδη ή ζημίες.

4. Η διαφορά μεταξύ της άμεσης και της προθεσμιακής ισοτιμίας αντιμετωπίζεται ως τόκος πληρωτέος ή εισπρακτέος βάσει της αρχής της πραγματοποιήσεως των εσόδων/εξόδων, τόσο για τις αγορές όσο και για τις πωλήσεις.

5. Κατά την ημερομηνία διακανονισμού, οι εγγραφές εκτός ισολογισμού αντιλογίζονται.

6. Το μέσο κόστος της συναλλαγματικής θέσης δεν μεταβάλλεται.

7. Η προθεσμιακή θέση αποτιμάται σε συσχετισμό με την άμεση θέση.

Άρθρο 14

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίων

1. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίων καταγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού κατά την ημερομηνία συναλλαγής.

2. Το αρχικό περιθώριο καταγράφεται ως ξεχωριστό στοιχείο του ενεργητικού, εάν η κατάθεση γίνει σε μετρητά. Εάν η κατάθεση γίνει με τη μορφή χρεογράφων, παραμένει αμετάβλητο στον ισολογισμό.

3. Οι ημερήσιες μεταβολές στα περιθώρια διακύμανσης καταγράφονται σε ξεχωριστό λογαριασμό του ισολογισμού, είτε ως στοιχείο του ενεργητικού είτε ως στοιχείο του παθητικού, ανάλογα με την εξέλιξη των τιμών του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης. Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται κατά την ημέρα κλεισίματος της ανοιχτής θέσης. Αμέσως μετά, ο ξεχωριστός λογαριασμός ακυρώνεται και το συνολικό αποτέλεσμα της συναλλαγής καταγράφεται ως κέρδος ή ζημία, είτε πραγματοποιείται παράδοση είτε όχι. Εάν πραγματοποιηθεί παράδοση, η εγγραφή της αγοράς ή της πώλησης γίνεται με την αγοραία τιμή.

4. Οι αμοιβές μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως.

5. Η μετατροπή σε ευρώ, εάν είναι αναγκαίο, λαμβάνει χώρα την ημέρα πρόωρης εκκαθάρισης του συμβολαίου, με την αγοραία ισοτιμία της ημέρας αυτής. Η εισροή ξένου νομίσματος επηρεάζει το μέσο κόστος της συναλλαγματικής θέσης του συγκεκριμένου νομίσματος την ημέρα πρόωρης εκκαθάρισης.

6. Λόγω της ημερήσιας αναπροσαρμογής της αξίας, τα κέρδη και οι ζημίες καταγράφονται σε καθορισμένους, ξεχωριστούς λογαριασμούς. Ένας ξεχωριστός λογαριασμός στο ενεργητικό σκέλος του ισολογισμού αντιπροσωπεύει ζημία και ένας ξεχωριστός λογαριασμός στο παθητικό σκέλος αντιπροσωπεύει κέρδος. Οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες εγγράφονται σε χρέωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως, τα ποσά δε αυτά εγγράφονται σε πίστωση λογαριασμού του παθητικού (λοιπές υποχρεώσεις).

7. Οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που έχουν μεταφερθεί στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος της χρήσης δεν αντιλογίζονται έναντι μη πραγματοποιηθέντων κερδών επόμενων χρήσεων, εκτός εάν η πράξη εκκαθαριστεί πρόωρα ή λήξει. Στην περίπτωση κέρδους, η εγγραφή θα είναι χρεωστική σε εκκρεμή λογαριασμό (λοιπά στοιχεία ενεργητικού) και πιστωτική στο λογαριασμό αναπροσαρμογής.

Άρθρο 15

Πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων

1. Οι πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων καταγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού κατά την ημερομηνία συναλλαγής.

2. Οι τόκοι που έχουν εισπραχθεί ή πληρωθεί καταγράφονται βάσει της αρχής της πραγματοποιήσεως των εσόδων/εξόδων. Επιτρέπεται ο συμψηφισμός πληρωμών από τόκους στο πλαίσιο της ίδιας πράξης ανταλλαγής επιτοκίων.

3. Το μέσο κόστος της συναλλαγματικής θέσης επηρεάζεται από πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων σε ξένο νόμισμα, όταν υπάρχει διαφορά μεταξύ των πληρωμών που εισπράχθηκαν και των πληρωμών που καταβλήθηκαν. Ένα υπόλοιπο πληρωμής που οδηγεί σε εισροή επηρεάζει το μέσο κόστος του νομίσματος κατά το χρόνο εξόφλησης της πληρωμής.

4. Κάθε πράξη ανταλλαγής επιτοκίων αποτιμάται με τιμές της αγοράς και, εάν είναι αναγκαίο, μετατρέπεται σε ευρώ με βάση την άμεση ισοτιμία του νομίσματος. Οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που έχουν μεταφερθεί στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος της χρήσης δεν αντιλογίζονται έναντι μη πραγματοποιηθέντων κερδών επομένων χρήσεων, εκτός εάν η πράξη εκκαθαριστεί πρόωρα ή λήξει. Τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη από αναπροσαρμογή εγγράφονται σε πίστωση του λογαριασμού αναπροσαρμογής.

5. Οι αμοιβές μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως.

Άρθρο 16

Προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίων

1. Οι προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίων καταγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού, κατά το χρόνο της συναλλαγής.

2. Η αποζημίωση που ένας συμβαλλόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον άλλο κατά την ημερομηνία διακανονισμού εγγράφεται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως κατά την ημερομηνία του διακανονισμού. Οι πληρωμές αποζημιώσεων δεν καταγράφονται βάσει της αρχής της πραγματοποιήσεως των εσόδων/εξόδων.

3. Οι προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίων σε ξένο νόμισμα επηρεάζουν το μέσο κόστος της αντίστοιχης συναλλαγματικής θέσης στην καταβολή της αποζημίωσης. Η αποζημίωση μετατρέπεται σε ευρώ με βάση την άμεση συναλλαγματική ισοτιμία κατά την ημερομηνία διακανονισμού. Ένα υπόλοιπο πληρωμής που οδηγεί σε εισροή επηρεάζει το μέσο κόστος του νομίσματος κατά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται οφειλόμενη η πληρωμή.

4. Κάθε προθεσμιακή συμφωνία επιτοκίων αποτιμάται στις τιμές της αγοράς και, εάν είναι αναγκαίο, μετατρέπεται σε ευρώ με βάση την άμεση ισοτιμία του νομίσματος. Οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που έχουν μεταφερθεί στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος της χρήσης δεν αντιλογίζονται έναντι μη πραγματοποιηθέντων κερδών επόμενων χρήσεων, εκτός εάν η πράξη εκκαθαριστεί πρόωρα ή λήξει. Τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη από αναπροσαρμογή εγγράφονται σε πίστωση λογαριασμού αναπροσαρμογής.

5. Οι αμοιβές μεταφέρονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως.

Άρθρο 17

Προθεσμιακές πράξεις σε χρεόγραφα

Η λογιστικοποίηση των προθεσμιακών πράξεων σε χρεόγραφα είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με μία από τις δύο ακόλουθες μεθόδους:

Μέθοδος Α:

α) οι προθεσμιακές πράξεις σε χρεόγραφα καταγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού από την ημερομηνία σύναψης της συναλλαγής έως την ημερομηνία διακανονισμού, με την προθεσμιακή τιμή της προθεσμιακής πράξης·

β) το μέσο κόστος του χρεογράφου που αποτελεί αντικείμενο συναλλαγής δεν επηρεάζεται έως το διακανονισμό· τα κέρδη και οι ζημίες που απορρέουν από τις προθεσμιακές πράξεις πώλησης υπολογίζονται κατά την ημερομηνία διακανονισμού·

γ) κατά την ημερομηνία διακανονισμού, οι εγγραφές των λογαριασμών εκτός ισολογισμού αντιλογίζονται και το υπόλοιπο του λογαριασμού αναπροσαρμογής -εάν υπάρχει- εγγράφεται σε πίστωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως. Το χρεόγραφο που αποτέλεσε αντικείμενο αγοράς καταγράφεται με την άμεση τιμή κατά την ημερομηνία λήξης (τρέχουσα τιμή αγοράς), ενώ η διαφορά έναντι της αρχικής προθεσμιακής τιμής λογίζεται ως πραγματοποιηθέν κέρδος ή ως πραγματοποιηθείσα ζημία·

δ) στην περίπτωση χρεογράφων που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα, το μέσο κόστος της καθαρής συναλλαγματικής θέσης δεν επηρεάζεται, εάν η ΕΚΤ διαθέτει ήδη θέση στο νόμισμα αυτό. Εάν η ομολογία που έχει αγοραστεί με προθεσμιακή συμφωνία εκφράζεται σε νόμισμα, στο οποίο η ΕΚΤ δεν διαθέτει θέση και το οποίο, κατά συνέπεια, πρέπει να αγοραστεί, ισχύουν οι κανόνες σχετικά με την αγορά ξένων νομισμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3 στοιχείο δ)·

ε) οι προθεσμιακές θέσεις αποτιμώνται μεμονωμένα με την προθεσμιακή τιμή αγοράς, για την εναπομένουσα διάρκεια της πράξης. Μία ζημία από αναπροσαρμογή στο τέλος της χρήσης εγγράφεται σε χρέωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως και ένα κέρδος από αναπροσαρμογή εγγράφεται σε πίστωση του λογαριασμού αναπροσαρμογής. Οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που έχουν αναγνωριστεί στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως στο τέλος της χρήσης δεν αντιλογίζονται έναντι μη πραγματοποιηθέντων κερδών επόμενων χρήσεων, εκτός εάν η πράξη εκκαθαριστεί πριν από την ημερομηνία παράδοσης ή λήξει.

Μέθοδος Β:

α) οι προθεσμιακές πράξεις σε χρεόγραφα καταγράφονται σε λογαριασμούς εκτός ισολογισμού από την ημερομηνία σύναψης της συναλλαγής έως την ημερομηνία διακανονισμού, με την προθεσμιακή τιμή της προθεσμιακής πράξης. Κατά την ημερομηνία διακανονισμού, οι εγγραφές των λογαριασμών εκτός ισολογισμού αντιλογίζονται·

β) στο τέλος του τριμήνου, η αναπροσαρμογή της αξίας ενός χρεογράφου διενεργείται βάσει της καθαρής θέσης που προκύπτει από τον ισολογισμό και από τις πωλήσεις του ίδιου χρεογράφου, οι οποίες καταγράφηκαν στους λογαριασμούς εκτός ισολογισμού. Το ποσό της αναπροσαρμογής ισούται με τη διαφορά μεταξύ της καθαρής αυτής θέσης, που αποτιμάται στην τιμή αναπροσαρμογής, και της ίδιας θέσης, που αποτιμάται στο μέσο κόστος της θέσης του ισολογισμού. Στο τέλος του τριμήνου, οι προθεσμιακές αγορές υποβάλλονται στη διαδικασία αναπροσαρμογής που περιγράφεται στο άρθρο 7. Το αποτέλεσμα της αναπροσαρμογής ισούται με τη διαφορά μεταξύ της άμεσης τιμής και του μέσου κόστους των υποχρεώσεων αγοράς·

γ) το αποτέλεσμα μίας προθεσμιακής πώλησης καταγράφεται στο οικονομικό έτος εντός του οποίου ανελήφθη η υποχρέωση. Αυτό το αποτέλεσμα ισούται με τη διαφορά μεταξύ της αρχικής προθεσμιακής τιμής και του μέσου κόστους της θέσης του ισολογισμού (ή του μέσου κόστους των υποχρεώσεων αγοράς εκτός ισολογισμού, εάν η θέση του ισολογισμού δεν επαρκεί) κατά το χρόνο της πώλησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΤΗΣΙΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΜΕΝΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΕΩΣ

Άρθρο 18

Μορφές εμφάνισης

1. Η μορφή εμφάνισης του δημοσιευόμενου ετήσιου ισολογισμού της ΕΚΤ καθορίζεται στο παράρτημα III.

2. Η μορφή εμφάνισης του δημοσιευόμενου λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως της ΕΚΤ καθορίζεται στο παράρτημα IV.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 19

Παραγωγή, εφαρμογή και ερμηνεία των κανόνων

1. Η Επιτροπή Λογιστικής και Νομισματικού Εισοδήματος (ΕΛΝΕ) ενεργεί ως το φόρουμ του ΕΣΚΤ για την παροχή συμβουλών στο Διοικητικό Συμβούλιο, διαμέσου της Εκτελεστικής Επιτροπής, σχετικά με την παραγωγή και εφαρμογή των κανόνων λογιστικής παρακολούθησης του ΕΣΚΤ.

2. Για την ερμηνεία της παρούσας απόφασης λαμβάνονται υπόψη το προπαρασκευαστικό έργο, οι εναρμονισμένες βάσει του κοινοτικού δικαίου λογιστικές αρχές και τα γενικώς αποδεκτά διεθνή λογιστικά πρότυπα.

Άρθρο 20

Μεταβατικοί κανόνες

Όλα τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού στο κλείσιμο των εργασιών της 31ης Δεκεμβρίου 1998 αναπροσαρμόζονται την 1η Ιανουαρίου 1999. Οι αγοραίες τιμές και ισοτιμίες που εφαρμόζει η ΕΚΤ στους εναρκτήριους ισολογισμούς την 1η Ιανουαρίου 1999 αποτελούν το νέο μέσο κόστος κατά την έναρξη της μεταβατικής περιόδου.

Άρθρο 21

Τελικές διατάξεις

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει, με την παρούσα τροποποιημένη μορφή της, την 1η Ιανουαρίου 2001. Ωστόσο, οι προβλεπόμενες στις διατάξεις της αναθεωρημένες μορφές εμφάνισης εφαρμόζονται επίσης στην κατάρτιση του ετήσιου ισολογισμού της ΕΚΤ της 31ης Δεκεμβρίου 2000 και του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως της ΕΚΤ για το οικονομικό έτος που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2000.

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Φρανκφούρτη, 12 Δεκεμβρίου 2000.

Ο Πρόεδρος

Willem F. Duisenberg

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

- Αγοραία τιμή: η τιμή που καθορίζεται για μέσα χρυσού, χρηματοδοτικά μέσα σε συνάλλαγμα ή μέσα χρεογράφων, η οποία (συνήθως) δεν περιέχει δεδουλευμένο τόκο ή τόκο προεξόφλησης, είτε σε οργανωμένη αγορά (π.χ. χρηματιστήριο) είτε σε μη οργανωμένη αγορά (π.χ. εξωχρηματιστηριακή αγορά).

- Αντιστρεπτέα συμφωνία επαναγοράς: η σύμβαση, βάσει της οποίας ο κάτοχος μετρητών συμφωνεί να αγοράσει ένα στοιχείο του ενεργητικού και, ταυτόχρονα, συμφωνεί να το επαναπωλήσει σε προκαθορισμένη τιμή, σε πρώτη ζήτηση ή με την παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος ή στην περίπτωση επέλευσης συγκεκριμένου εκτάκτου γεγονότος. Ενίοτε η συμφωνία επαναγοράς συνάπτεται με τη μεσολάβηση τρίτου μέρους ("τριμερής συμφωνία επαναγοράς").

- Αντιστρεπτέα συναλλαγή: η πράξη με την οποία η κεντρική τράπεζα αγοράζει ("αντιστρεπτέα συμφωνία επαναγοράς") ή πωλεί ("συμφωνία επαναγοράς") στοιχεία του ενεργητικού βάσει συμφωνίας επαναγοράς ή εκτελεί πιστωτικές πράξεις με σύσταση ασφάλειας.

- Αποθεματικά: το ποσό από τα διανεμητέα κέρδη που δεσμεύεται και που δεν προορίζεται για την κάλυψη συγκεκριμένης υποχρέωσης, έκτακτου γεγονότος ή αναμενόμενης μείωσης της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού, τα οποία είναι γνωστό ότι υπάρχουν την ημερομηνία κατάρτισης του ισολογισμού.

- Απόσβεση: η εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου συστηματική μείωση, στους λογαριασμούς, κάποιας διαφοράς υπέρ/υπό το άρτιο ή της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού.

- Διακανονισμός: η πράξη που αποδεσμεύει από υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από μεταβιβάσεις κεφαλαίων ή στοιχείων του ενεργητικού ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους συμβαλλομένους. Στο πλαίσιο των συναλλαγών εντός του Ευρωσυστήματος, ο διακανονισμός αναφέρεται στην εξάλειψη των καθαρών υπολοίπων που προκύπτουν από τις συναλλαγές εντός του Ευρωσυστήματος και απαιτεί τη μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού.

- Διαφορά υπέρ το άρτιο: η διαφορά ανάμεσα στην ονομαστική αξία ενός χρεογράφου και στην τιμή του, όταν η τελευταία είναι υψηλότερη από την ονομαστική αξία.

- Διαφορά υπό το άρτιο: η διαφορά ανάμεσα στην ονομαστική αξία ενός χρεογράφου και στην τιμή του, όταν η τελευταία είναι χαμηλότερη από την ονομαστική αξία.

- Διεθνής αριθμός αναγνώρισης χρεογράφων (ISIN): ο αριθμός που εκδίδει η αρμόδια αρχή έκδοσης.

- Εσωτερικός βαθμός απόδοσης: το επιτόκιο, κατ' εφαρμογή του οποίου η λογιστική αξία ενός χρεογράφου εξισώνεται με την παρούσα αξία των μελλοντικών ταμειακών ροών.

- Ημερομηνία διακανονισμού: η ημερομηνία κατά την οποία καταγράφεται η οριστική και αμετάκλητη μεταβίβαση της αξίας στα βιβλία του σχετικού ιδρύματος διακανονισμού. Ο διακανονισμός μπορεί να είναι άμεσος (σε πραγματικό χρόνο), να πραγματοποιείται την ίδια ημέρα (τέλος της ημέρας) ή σε συμφωνηθείσα ημερομηνία μετά την ημερομηνία συνομολόγησης της σχετικής υποχρέωσης.

- Ημερομηνία λήξης: η ημερομηνία κατά την οποία η ονομαστική/κεφαλαιακή αξία καθίσταται οφειλόμενη και πληρωτέα στο ακέραιο στον κάτοχο.

- Καθαρή τιμή: η τιμή συναλλαγής, στην οποία δεν περιέχεται προεξόφληση/δεδουλευμένος τόκος, αλλά περιέχεται το κόστος της συναλλαγής που αποτελεί μέρος της τιμής.

- Κόστος συναλλαγής: το κόστος που αναγνωρίζεται ως σχετικό με τη συγκεκριμένη συναλλαγή.

- Λογαριασμοί αναπροσαρμογής: οι λογαριασμοί του ισολογισμού που προορίζονται για την εγγραφή της διαφοράς αξίας ενός στοιχείου του ενεργητικού ή του παθητικού ανάμεσα στο (προσαρμοσμένο) κόστος αγοράς του και στην αποτίμησή του σε συγκεκριμένη αγοραία τιμή του τέλους χρήσεως, όταν η δεύτερη είναι υψηλότερη από το πρώτο στην περίπτωση στοιχείων του ενεργητικού και χαμηλότερη από το πρώτο στην περίπτωση στοιχείων του παθητικού. Οι εν λόγω λογαριασμοί καταγράφουν τις διαφορές στην καθοριζόμενη τιμή ή/και στις αγοραίες συναλλαγματικές ισοτιμίες.

- Μέση αγοραία τιμή: το μέσο σημείο ανάμεσα στην τιμή ζήτησης και στην τιμή προσφοράς ενός χρεογράφου, όπως αυτή προκύπτει βάσει τιμών που διαμορφώνονται από αναγνωρισμένους βασικούς φορείς της αγοράς ή στο πλαίσιο της λειτουργίας αναγνωρισμένων χρηματιστηρίων αξιών, επί συναλλαγών πραγματοποιούμενων σε κανονικές συνθήκες αγοράς.

- Μέσο κόστος: η μέθοδος του συνεχούς (ή σταθμικού) μέσου κόστους, σύμφωνα με την οποία το κόστος κάθε αγοράς προστίθεται στην υπάρχουσα λογιστική αξία, παράγοντας ένα νέο σταθμικό μέσο κόστος.

- Μη πραγματοποιηθέντα κέρδη/μη πραγματοποιηθείσες ζημίες: τα κέρδη/ζημίες που προκύπτουν από την αναπροσαρμογή της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού σε σύγκριση με το (προσαρμοσμένο) κόστος κτήσεώς τους.

- Μηχανισμός διασύνδεσης: η τεχνική υποδομή, τα σχεδιαστικά χαρακτηριστικά και διαδικασίες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο των εθνικών συστημάτων διακανονισμού σε συνεχή χρόνο (ΣΔΣΧ) -ή αποτελούν προσαρμογή αυτών- και του μηχανισμού πληρωμών ΕΚΤ, με σκοπό την επεξεργασία των διασυνοριακών πληρωμών του συστήματος Target.

- Πραγματοποιηθέντα κέρδη/πραγματοποιηθείσες ζημίες: τα κέρδη/ζημίες που προκύπτουν από τη διαφορά ανάμεσα στην τιμή πώλησης ενός στοιχείου του ισολογισμού και το (προσαρμοσμένο) κόστος του.

- Πράξη ανταλλαγής επιτοκίων (σε διαφορετικά νομίσματα): η σύμβαση, με την οποία συμφωνείται με τον αντισυμβαλλόμενο η ανταλλαγή ταμειακών ροών που αντιπροσωπεύουν ροές περιοδικά καταβαλλόμενου τόκου, είτε σε ένα νόμισμα είτε σε δύο διαφορετικά νομίσματα.

- Πράξη ανταλλαγής νομισμάτων: η ταυτόχρονη άμεση αγορά/πώληση ενός νομίσματος έναντι άλλου (άμεσο σκέλος) και η προθεσμιακή πώληση/αγορά του ίδιου ποσού του νομίσματος αυτού έναντι του άλλου νομίσματος (προθεσμιακό σκέλος).

- Προβλέψεις: τα ποσά που δεσμεύονται, πριν να καταγραφούν στα στοιχεία του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως, για την κάλυψη οποιασδήποτε γνωστής ή αναμενόμενης υποχρέωσης ή κινδύνου, το κόστος των οποίων δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια (βλέπε "Αποθεματικά"). Οι προβλέψεις για μελλοντικές υποχρεώσεις και επιβαρύνσεις δεν χρησιμοποιούνται για την προσαρμογή της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού.

- Προσθεσμιακές πράξεις σε χρεόγραφα: οι εξωχρηματιστηριακές συμβάσεις με τις οποίες συμφωνείται, την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης, η αγορά ή πώληση χρηματοδοτικού μέσου (συνήθως ομολόγου ή γραμματίου) σε μελλοντική ημερομηνία και σε προκαθορισμένη τιμή.

- Προσθεσμιακή πράξη συναλλάγματος: η σύμβαση με την οποία συμφωνείται, σε καθορισμένη ημερομηνία, η απευθείας αγορά ή πώληση ορισμένου ποσού που εκφράζεται σε ξένο νόμισμα έναντι άλλου, συνήθως του εγχώριου νομίσματος, και η παράδοση του παραπάνω ποσού σε συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία, περισσότερες από δύο εργάσιμες ημέρες μετά την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης, σε προκαθορισμένη τιμή. Αυτή η προθεσμιακή τιμή συναλλάγματος συνίσταται στην εκάστοτε ισχύουσα άμεση ισοτιμία συν/πλην μιας συμφωνηθείσας διαφοράς υπέρ/υπό το άρτιο.

- Προσθεσμιακή συμφωνία επιτοκίων: η σύμβαση με την οποία δύο μέρη συμφωνούν το επιτόκιο που θα εφαρμοστεί επί ονομαστικής κατάθεσης ορισμένης διάρκειας, βάσει του οποίου θα καταβληθεί τόκος σε συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία. Ανάλογα με τη διαφορά ανάμεσα στο συμφωνηθέν επιτόκιο και στο επιτόκιο της αγοράς που ισχύει κατά την ημερομηνία διακανονισμού, ο ένας εκ των συμβαλλομένων υποχρεούται σε καταβολή αποζημίωσης προς τον άλλο, κατά την ημερομηνία διακανονισμού.

- Σταθερή απόσβεση: η πραγματοποιούμενη εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου απόσβεση, η οποία προσδιορίζεται με διαίρεση του κόστους του στοιχείου του ενεργητικού, μείον την εκτιμώμενη υπολειμματική αξία του, με την εκτιμώμενη ωφέλιμη ζωή του εν λόγω στοιχείου prorata temporis.

- Στοιχείο του ενεργητικού: ένας πόρος που ελέγχει η επιχείρηση, ο οποίος προκύπτει από παρελθόντα γεγονότα και δυνάμει του οποίου αναμένεται η εισροή μελλοντικών οικονομικών οφελών στην επιχείρηση.

- Στοιχείο του παθητικού: η τρέχουσα υποχρέωση μίας επιχείρησης, που προκύπτει από παρελθόντα γεγονότα, ο διακανονισμός της οποίας αναμένεται να προκαλέσει εκροή, από την επιχείρηση, πόρων που εμπεριέχουν οικονομικά οφέλη.

- Συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίων: διαπραγματεύσιμο προθεσμιακό συμβόλαιο. Σε συμβόλαια τέτοιου τύπου, συμφωνείται η αγορά ή πώληση ενός χρηματοδοτικού μέσου, π.χ. ενός ομολόγου, κατά την ημερομηνία σύναψης του συμβολαίου, με παράδοση σε μελλοντική ημερομηνία και σε προκαθορισμένη τιμή. Συνήθως δεν λαμβάνει χώρα πραγματική παράδοση, επειδή το συμβόλαιο εκκαθαρίζεται πριν από την συμφωνηθείσα ημερομηνία λήξης.

- Συναλλαγματικά διαθέσιμα: η καθαρή θέση στο αντίστοιχο νόμισμα. Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, τα ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (ΕΤΔ) θεωρούνται ξεχωριστό νόμισμα.

- Ταμειακή τακτοποίηση: η λογιστική προσέγγιση κατά την οποία τα λογιστικά γεγονότα καταχωρούνται την ημερομηνία του διακανονισμού.

- TARGET (Trans-European Automated Real-time Gross settlement Express Transfer system): το διευρωπαϊκό αυτοματοποιημένο σύστημα ταχείας μεταφοράς κεφαλαίων σε συνεχή χρόνο που αποτελείται από το σύστημα διακανονισμού σε συνεχή χρόνο (ΣΔΣΧ) που διαθέτει κάθε ΕθνΚΤ, από το μηχανισμό πληρωμών ΕΚΤ και το μηχανισμό διασύνδεσης.

- Τιμή συναλλαγής: η τιμή που συμφωνείται ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη κατά τη σύναψη μίας σύμβασης.

- Χρεόγραφο υπό το άρτιο: στοιχείο του ενεργητικού που δεν αποφέρει τόκο μέσω τοκομεριδίου, η δε απόδοσή του εξασφαλίζεται μέσω της ανατίμησης του κεφαλαίου, λόγω της υπό το άρτιο έκδοσης ή αγοράς του στοιχείου του ενεργητικού.

- Χρηματοοικονομικό στοιχείο του ενεργητικού: οποιοδήποτε στοιχείο του ενεργητικού, το οποίο μπορεί να συνίσταται σε: i) μετρητά ή ii) συμβατικό δικαίωμα λήψης μετρητών ή άλλου χρηματοοικονομικού μέσου από άλλη επιχείρηση, iii) συμβατικό δικαίωμα ανταλλαγής χρηματοοικονομικών μέσων με άλλη επιχείρηση υπό όρους δυνητικά ευνοϊκούς ή iv) μετοχικό τίτλο άλλης επιχείρησης.

- Χρηματοοικονομικό στοιχείο του παθητικού: οποιοδήποτε στοιχείο του παθητικού, το οποίο συνιστά νομική υποχρέωση παράδοσης μετρητών ή άλλου χρηματοοικονομικού μέσου σε άλλη επιχείρηση ή ανταλλαγής χρηματοοικονομικών μέσων με άλλη επιχείρηση υπό όρους δυνητικά δυσμενείς.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Σημείωση:

Η αρίθμηση αναφέρεται στη μορφή εμφάνισης του ισολογισμού που παρουσιάζεται στο παράρτημα III..

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΘΗΤΙΚΟ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΕΤΗΣΙΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΚΤ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΜΕΝΩΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΚΤ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Επάνω