EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 01999R2157-20171206

Ενοποιημένο κείμενο: Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 23ης Σεπτεμβρίου 1999 σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την επιβολή κυρώσεων (ΕΚΤ/1999/4)

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1999/2157/2017-12-06

01999R2157 — EL — 06.12.2017 — 003.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 23ης Σεπτεμβρίου 1999

σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την επιβολή κυρώσεων

(ΕΚΤ/1999/4)

(ΕΕ L 264 της 12.10.1999, σ. 21)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 985/2001 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ της 10ης Μαΐου 2001

  L 137

24

19.5.2001

►M2

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 469/2014 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ της 16ης Απριλίου 2014

  L 141

51

14.5.2014

►M3

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) 2017/2095 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ της 3ης Νοεμβρίου 2017

  L 299

22

16.11.2017


Διορθώνεται από:

►C1

Διορθωτικό, ΕΕ L 267, 6.9.2014, σ.  27 (469/2014)




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 23ης Σεπτεμβρίου 1999

σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την επιβολή κυρώσεων

(ΕΚΤ/1999/4)



▼M3

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ως «αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα» νοείται η εθνική κεντρική τράπεζα κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου συντελείται η εικαζόμενη παράβαση ή, προκειμένου για παραβάσεις στον τομέα της επίβλεψης συστημικά σημαντικών συστημάτων πληρωμών, η κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος που έχει οριστεί ως αρμόδια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 795/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/28) ( 1 ). Οι υπόλοιποι χρησιμοποιούμενοι όροι νοούνται όπως ορίζονται στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98.

▼C1

Άρθρο 1α

Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση κυρώσεων που μπορεί να επιβληθούν από την ΕΚΤ κατά την άσκηση των μη εποπτικών καθηκόντων της επί των κεντρικών τραπεζών. Δεν εφαρμόζεται για οποιεσδήποτε διοικητικές ποινές τις οποίες μπορεί να επιβάλλει η ΕΚΤ κατά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της.

▼M2

Άρθρο 1β

Ανεξάρτητη μονάδα διεξαγωγής εξέτασης

▼M3

1.  Για τους σκοπούς της λήψης απόφασης για την κίνηση ή μη της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 2, και την άσκηση ή όχι των εξουσιών του άρθρου 3, η ΕΚΤ συγκροτεί εσωτερική ανεξάρτητη μονάδα διεξαγωγής εξέτασης (εφεξής η «μονάδα διεξαγωγής εξέτασης»), η οποία αποτελείται από ελεγκτές που εκτελούν τις ερευνητικές λειτουργίες τους ανεξάρτητα από την εκτελεστική επιτροπή και το διοικητικό συμβούλιο και δεν συμμετέχει στις συζητήσεις της εκτελεστικής επιτροπής και του διοικητικού συμβουλίου. Η μονάδα διεξαγωγής εξέτασης αποτελείται από ελεγτές οι οποίοι διαθέτουν σχετικές γνώσεις, δεξιότητες και πείρα.

▼M3

1α.  Για την εξέταση των παραβάσεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 795/2014 (ΕΚΤ/2014/28) η ΕΚΤ μπορεί να διορίζει ως ελεγκτές: i) μέλη του προσωπικού της ίδιας ή εθνικής κεντρικής τράπεζας κράτους μέλους, εφόσον ο διορισμός γίνεται δεκτός από την τελευταία· ή ii) εξωτερικούς εμπειρογνώμονες που ενεργούν βάσει κατάλληλης εντολής. Η ΕΚΤ δεν μπορεί να διορίζει ως ελεγκτές μέλη της επιτροπής υποδομών αγοράς και πληρωμών ή μέλη του προσωπικού της ίδιας ή εθνικής κεντρικής τράπεζας κράτους μέλους, τα οποία έχουν εμπλακεί άμεσα στις δραστηριότητες της ομάδας αξιολόγησης που διενήργησε την αρχική αξιολόγηση συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις επίβλεψης στο πλαίσιο της οποίας εντοπίστηκαν παράβαση ή υπόνοιες ενδεχόμενης παράβασης.

▼C1

2.  Εάν η ΕΚΤ κρίνει ότι υπάρχει λόγος υποψίας ότι διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί μία ή περισσότερες παραβάσεις, το θέμα υποβάλλεται στην εκτελεστική επιτροπή.

3.  Εάν η εκτελεστική επιτροπή κρίνει ότι η εφαρμοστέα κύρωση μπορεί να υπερβεί το όριο που ορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1, δεν εφαρμόζεται η απλοποιημένη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 10 και η εκτελεστική επιτροπή υποβάλλει το θέμα στη μονάδα διεξαγωγής εξέτασης. Η μονάδα διεξαγωγής εξέτασης λαμβάνει απόφαση για την κίνηση ή όχι της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων.

4.  Κάθε αναφορά στην ΕΚΤ στα άρθρα 2 έως 4, στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 έως 3 και στο άρθρο 6 νοείται ως αναφορά στη μονάδα διεξαγωγής εξέτασης της ΕΚΤ ή, όταν εφαρμόζεται η απλοποιημένη διαδικασία βάσει του άρθρου 10, στην εκτελεστική επιτροπή.

5.  Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν την αρμοδιότητα της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας για την κίνηση της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων και τη διεξαγωγή έρευνας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

▼B

Άρθρο 2

Κίνηση της διαδικασίας σε περίπτωση παραβιάσεων

▼M2

1.  Κατά της ίδιας επιχείρησης για τα ίδια πραγματικά περιστατικά δεν κινούνται παραπάνω από μία διαδικασίες σε περίπτωση παραβάσεων. Για τον σκοπό αυτό, καμία απόφαση σχετικά με την κίνηση ή μη διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων δεν λαμβάνεται από την ΕΚΤ ή από την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα πριν αλληλοενημερωθούν και διαβουλευθούν μεταξύ τους.

▼B

2.  Πριν ληφθεί απόφαση για την κίνηση διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, η ΕΚΤ ή/και η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα δύνανται να ζητούν από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση κάθε πληροφορία σχετικά με την εικαζόμενη παράβαση.

▼M2

3.  Η ΕΚΤ ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, κατόπιν αιτήματος, έχουν δικαίωμα να συνδράμουν η μία την άλλη και να συνεργασθούν μεταξύ τους κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, ιδίως με τη διαβίβαση οποιασδήποτε πληροφορίας μπορεί να θεωρηθεί σχετική.

▼B

4.  Εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, κάθε επικοινωνία μεταξύ της ΕΚΤ ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση, και της ενδιαφερόμενης επιχείρησης πραγματοποιείται στην επίσημη κοινοτική γλώσσα (ή σε μία από τις επίσημες κοινοτικές γλώσσες) του κράτους μέλους στη δικαιοδοσία του οποίου εμπίπτει η εικαζόμενη παράβαση.

Άρθρο 3

Εξουσίες της ΕΚΤ και της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας

1.  Οι εξουσίες που εκχωρεί ο κανονισμός του Συμβουλίου στην ΕΚΤ και στην αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα για τη διεξαγωγή διερεύνησης, περιλαμβάνουν, για το σκοπό της συγκέντρωσης κάθε πληροφορίας που σχετίζεται με την εικαζόμενη παράβαση, το δικαίωμα αναζήτησης στοιχείων και το δικαίωμα διεξαγωγής έρευνας χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση.

2.  Οι υπάλληλοι της ΕΚΤ ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση, οι οποίοι είναι εξουσιοδοτημένοι, σύμφωνα με τους αντίστοιχους εσωτερικούς κανονισμούς, να διεξάγουν έρευνες στις εγκαταστάσεις της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, ασκούν τις αρμοδιότητές τους κατόπιν επίδειξης επίσημης έγγραφης άδειας που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τους εν λόγω εσωτερικούς κανονισμούς.

3.  Σε κάθε αίτημα που υποβάλλεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση με βάση τις εξουσίες που έχουν εκχωρηθεί στην ΕΚΤ ή στην αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, προσδιορίζεται το αντικείμενο και ο σκοπός της εξέτασης.

Άρθρο 4

Συνδρομή από τις αρχές των κρατών μελών

1.  Η συνδρομή των αρχών των κρατών μελών δύναται να ζητηθεί από την ΕΚΤ ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, ως προληπτικό μέτρο.

2.  Καμία αρχή κράτους μέλους δεν δύναται να υποκαθιστά την ΕΚΤ ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, όσον αφορά την εκτίμηση της ανάγκης για διενέργεια εξέτασης.

Άρθρο 5

Κοινοποίηση των ενστάσεων

1.  Η ΕΚΤ ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, κοινοποιεί γραπτώς στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τα αποτελέσματα των διεξαχθεισών διερευνήσεων ως προς τα πραγματικά περιστατικά, καθώς και τις ενστάσεις που προβάλλονται κατά της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, πριν ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση για την επιβολή κύρωσης.

2.  Η ΕΚΤ ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, κατά την κοινοποίηση των ενστάσεων, ορίζει προθεσμία εντός της οποίας η ενδιαφερόμενη επιχείρηση μπορεί να γνωστοποιήσει γραπτώς στην ΕΚΤ ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, τις απόψεις της σχετικά με τις προβληθείσες ενστάσεις, με την επιφύλαξη της δυνατότητας να αναπτύξει τις απόψεις αυτές στο πλαίσιο ακρόασης, εάν αυτό ζητηθεί στις γραπτές της παρατηρήσεις. Η προθεσμία αυτή είναι τουλάχιστον 30 εργάσιμων ημερών και αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ανωτέρω.

3.  Έπειτα από την απάντηση που λαμβάνει από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση, η ΕΚΤ ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, αποφασίζει εάν είναι αναγκαία η διεξαγωγή πρόσθετων διερευνήσεων, προκειμένου να διευκρινιστούν άλλα εκκρεμή ζητήματα. Μία συμπληρωματική κοινοποίηση ενστάσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 1 ανωτέρω, αποστέλλεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση μόνο εάν τα αποτελέσματα της περαιτέρω διερεύνησης της ΕΚΤ ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση, φέρουν στο φως νέα πραγματικά περιστατικά σε βάρος της ενδιαφερόμενης επιχείρησης ή τροποποιούν τα αποδεικτικά στοιχεία των αμφισβητούμενων παραβάσεων.

4.  Η ΕΚΤ, στην απόφασή της να επιβάλει κύρωση, λαμβάνει υπόψη μόνον τις ενστάσεις που έχουν κοινοποιηθεί κατά τον τρόπο που περιγράφεται στην παράγραφο 1 ανωτέρω και σχετικά με τις οποίες έχει δοθεί στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση η ευκαιρία να γνωστοποιήσει τις απόψεις της.

Άρθρο 6

Δικαιώματα και υποχρεώσεις της ενδιαφερόμενης επιχείρησης

1.  Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση συνεργάζεται με την ΕΚΤ ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, κατά το στάδιο διερεύνησης της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων. Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση έχει συγκεκριμένα το δικαίωμα να υποβάλει κάθε έγγραφο, βιβλίο ή μητρώο, ή αντίγραφα ή αποσπάσματα αυτών, και να παράσχει κάθε γραπτή ή προφορική εξήγηση.

2.  Η παρακώλυση, η μη συμμόρφωση ή η μη εκτέλεση από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση καθηκόντων που επιβάλλει η ΕΚΤ ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, κατά την άσκηση των εξουσιών της στο πλαίσιο της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, δύνανται να συνιστούν επαρκείς λόγους για την κίνηση διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και να συνεπάγονται την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών.

3.  Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση έχει το δικαίωμα νομίμου εκπροσώπησης καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων.

4.  Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση, αφού ενημερωθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 ανωτέρω, έχει το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και στο λοιπό υλικό που έχει συγκεντρωθεί από την ΕΚΤ ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, που χρησιμοποιούνται ως βάση για την απόδειξη της εικαζόμενης παράβασης.

5.  Εάν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ζητήσει στις γραπτές της παρατηρήσεις να αναπτύξει τις απόψεις της και κατά τη διάρκεια ακρόασης, αυτό πραγματοποιείται, στην καθορισμένη ημερομηνία, από πρόσωπα που ορίζονται για το σκοπό αυτό από την ΕΚΤ ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση. Οι ακροάσεις πραγματοποιούνται στις εγκαταστάσεις της ΕΚΤ ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας. Οι ακροάσεις δεν είναι δημόσιες. Τα πρόσωπα εξετάζονται χωριστά ή παρουσία άλλων προσώπων τα οποία έχουν κληθεί να παραστούν. Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δύναται να προτείνει, σε λογικά πλαίσια, να προβεί η ΕΚΤ ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, σε ακρόαση προσώπων που μπορούν να επιβεβαιώσουν οποιαδήποτε πτυχή των γραπτών της παρατηρήσεων.

6.  Τα ουσιώδη στοιχεία των δηλώσεων που γίνονται από κάθε πρόσωπο που εξετάζεται καταγράφονται σε πρακτικά, τα οποία το πρόσωπο αυτό διαβάζει και εγκρίνει μόνο εφόσον το περιεχόμενό τους αφορά τις δηλώσεις του.

7.  Πληροφορίες και αιτήσεις για παράσταση σε ακρόαση από την ΕΚΤ ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, διαβιβάζονται στους αποδέκτες με συστημένη επιστολή με αποδεικτικό παραλαβής ή παραδίδονται ιδιοχείρως έναντι απόδειξης παραλαβής.

Άρθρο 7

Εμπιστευτικός χαρακτήρας της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων

1.  Η διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων εκτελείται βάσει των αρχών του εμπιστευτικού χαρακτήρα και του επαγγελματικού απορρήτου.

2.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 6 παράγραφος 4 ανωτέρω, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν έχει πρόσβαση σε έγγραφα ή σε άλλο υλικό της ΕΚΤ ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας που θεωρούνται εμπιστευτικά σε σχέση με τρίτους ή την ΕΚΤ ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα. Στα ανωτέρω περιλαμβάνονται ιδίως έγγραφα ή άλλο υλικό που περιέχει πληροφορίες σχετικά με τα επιχειρηματικά συμφέροντα άλλων επιχειρήσεων, ή εσωτερικά έγγραφα της ΕΚΤ, της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, άλλων κοινοτικών οργάνων ή φορέων, ή άλλων εθνικών κεντρικών τραπεζών, όπως σημειώματα, σχέδια εγγράφων και άλλα έγγραφα εργασίας.

▼M2

Άρθρο 7α

Υποβολή πρότασης στην εκτελεστική επιτροπή

1.  Εάν η μονάδα διεξαγωγής εξέτασης ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, κρίνει, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, ότι πρέπει να επιβληθεί κύρωση στη θιγόμενη επιχείρηση, υποβάλλει πρόταση στην εκτελεστική επιτροπή με την οποία διαπιστώνει ότι η θιγόμενη επιχείρηση έχει διαπράξει παράβαση και καθορίζει το ποσό της κύρωσης που πρέπει να επιβληθεί.

2.  Η μονάδα διεξαγωγής εξέτασης ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, βασίζει την πρότασή της μόνο επί γεγονότων και ενστάσεων επί των οποίων η θιγόμενη επιχείρηση είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί.

3.  Εάν η εκτελεστική επιτροπή θεωρήσει ότι ο φάκελος που υποβλήθηκε από τη μονάδα διεξαγωγής εξέτασης ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, είναι ελλιπής, δύναται να επιστρέψει τον φάκελο, με αιτιολογημένο αίτημα προσκόμισης συμπληρωματικών πληροφοριών, στη μονάδα διεξαγωγής εξέτασης ή στην αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα.

4.  Εάν η εκτελεστική επιτροπή, εφόσον ο φάκελος είναι πλήρης, συμφωνήσει με την πρόταση της μονάδας διεξαγωγής εξέτασης ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση, για την επιβολή κύρωσης στη θιγόμενη επιχείρηση, εκδίδει απόφαση σύμφωνα με την πρόταση που υπεβλήθη από τη μονάδα διεξαγωγής εξέτασης ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα.

5.  Εάν η εκτελεστική επιτροπή, εφόσον ο φάκελος είναι πλήρης, θεωρήσει ότι τα γεγονότα που περιγράφονται στην πρόταση της μονάδας διεξαγωγής εξέτασης ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση, δεν φαίνεται να αποτελούν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση της παράβασης, η εκτελεστική επιτροπή δύναται να αποφασίσει να θέσει την υπόθεση στο αρχείο.

6.  Εάν η εκτελεστική επιτροπή, εφόσον ο φάκελος είναι πλήρης, συμφωνήσει ότι η θιγόμενη επιχείρηση έχει διαπράξει παράβαση, σύμφωνα με το συμπέρασμα που περιλαμβάνεται στην πρόταση της μονάδας διεξαγωγής εξέτασης ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά διαφωνήσει με την προτεινόμενη κύρωση, εκδίδει απόφαση καθορίζοντας την κύρωση που κρίνει κατάλληλη.

7.  Εάν η εκτελεστική επιτροπή, εφόσον ο φάκελος είναι πλήρης, δεν συμφωνήσει με την πρόταση της μονάδας διεξαγωγής εξέτασης ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, αλλά καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η θιγόμενη επιχείρηση έχει διαπράξει μια διαφορετική παράβαση ή ότι υπάρχει διαφορετική βάση τεκμηρίωσης για την πρόταση της μονάδας διεξαγωγής εξέτασης ή της αρμόδιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση, ενημερώνει γραπτώς τη θιγόμενη επιχείρηση σχετικά με το πόρισμά της και τις ενστάσεις που εγέρθηκαν κατά της θιγόμενης επιχείρησης.

8.  Η εκτελεστική επιτροπή εκδίδει απόφαση η οποία ορίζει εάν η θιγόμενη επιχείρηση έχει διαπράξει παράβαση και καθορίζει την τυχόν κύρωση που πρέπει να επιβληθεί. Οι αποφάσεις που εκδίδονται από την εκτελεστική επιτροπή βασίζονται μόνο επί γεγονότων και ενστάσεων επί των οποίων η θιγόμενη επιχείρηση είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί.

▼B

Άρθρο 8

Έλεγχος της απόφασης από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ

1.  Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ δύναται να ζητεί από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση, την εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ ή/και την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα να παράσχουν πρόσθετες πληροφορίες, προκειμένου να ελεγχθεί η απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ.

2.  Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ ορίζει προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να παρασχεθούν οι πληροφορίες, η οποία είναι τουλάχιστον δέκα εργάσιμων ημερών.

▼M3

3.  Κατά τη διεξαγωγή του ελέγχου το διοικητικό συμβούλιο μπορεί:

α) να επιβεβαιώσει την απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής·

β) να τροποποιήσει την απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής ως προς το ύψος της επιβλητέας κύρωσης και/ή τους λόγους τυχόν παράβασης·

γ) να ακυρώσει την απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής.

▼B

Άρθρο 9

Εκτέλεση της απόφασης

1.  Από τη στιγμή που η απόφαση για την επιβολή κύρωσης καθίσταται οριστική, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, έπειτα από διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές, δύναται να αποφασίσει να δημοσιεύσει την απόφαση ή τις σχετικές πληροφορίες στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Σε κάθε απόφαση δημοσίευσης λαμβάνεται υπόψη το νόμιμο συμφέρον της ενδιαφερόμενης επιχείρησης να προστατεύει τα επιχειρηματικά της συμφέροντα, καθώς και κάθε άλλο ατομικό συμφέρον.

2.  Η απόφαση της ΕΚΤ προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει η πληρωμή του ποσού της κύρωσης.

3.  Η ΕΚΤ δύναται να ζητεί από την εθνική κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους στη δικαιοδοσία του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί η κύρωση, να θεσπίσει όλα τα απαραίτητα μέτρα για το σκοπό αυτό.

4.  Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες υποβάλλουν αναφορά στην ΕΚΤ σχετικά με την εκτέλεση της κύρωσης.

▼M1

5.  Η ενδιαφερόμενη εθνική κεντρική τράπεζα ή η ΕΚΤ, ανάλογα με την περίπτωση, φυλάσσει κάθε πληροφορία σχετικά με τον καθορισμό και την εκτέλεση της κύρωσης σε αρχείο που τηρείται για πέντε τουλάχιστον έτη από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση για την επιβολή της κύρωσης καθίσταται οριστική. Η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα διαβιβάζει στην ΕΚΤ αντίγραφα όλων των πρωτοτύπων εγγράφων και υλικού σχετικά με τη διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων, τα οποία έχει στην κατοχή της.

▼B

Άρθρο 10

Απλοποιημένη διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων ήσσονος σημασίας

1.  Στην περίπτωση παράβασης ήσσονος σημασίας, η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ δύναται να αποφασίσει να εφαρμόσει απλοποιημένη διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων. Η επιβαλλόμενη ποινή σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή δεν υπερβαίνει τα 25 000 ευρώ.

2.  Η απλοποιημένη διαδικασία συνίσταται στα εξής στάδια:

α) η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ κοινοποιεί στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση την εικαζόμενη παράβαση·

β) η κοινοποίηση περιλαμβάνει όλα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν αποδεικτικά στοιχεία της εικαζόμενης παράβασης και την αντίστοιχη κύρωση·

γ) η κοινοποίηση ενημερώνει την ενδιαφερόμενη επιχείρηση για το γεγονός ότι εφαρμόζεται η απλοποιημένη διαδικασία και για το δικαίωμά της να ασκήσει ένσταση κατά της διαδικασίας αυτής εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης, και

δ) εάν η ένσταση ασκηθεί εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο στοιχείο γ) ανωτέρω, θεωρείται ότι κινείται η διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων και αρχίζει, με την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζεται στο στοιχείο γ) ανωτέρω, η προθεσμία των 30 εργάσιμων ημερών εντός της οποίας η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δύναται να ασκήσει το δικαίωμα να αναπτύξει προφορικά τις απόψεις της. Εάν δεν ασκηθεί ένσταση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο στοιχείο γ) ανωτέρω, η απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ για την επιβολή κύρωσης καθίσταται οριστική.

3.  Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της διαδικασίας που προβλέπεται στην περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις περί ελάχιστων αποθεματικών, όπως ορίζεται στο άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού.

▼M3

4.  Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε κυρώσεις για παραβάσεις των κανονισμών και των αποφάσεων της ΕΚΤ στον τομέα της επίβλεψης των συστημικά σημαντικών συστημάτων πληρωμών.

▼B

Άρθρο 11

Διαδικασία σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις περί ελάχιστων αποθεματικών

1.  Στην περίπτωση μη συμμόρφωσης όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού του Συμβουλίου για τα ελάχιστα αποθεματικά, το άρθρο 2 παράγραφοι 1 και 3, τα άρθρα 3, 4 και 5 και το άρθρο 6, εξαιρουμένης της παραγράφου 3, του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται. Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 μειώνεται σε πέντε εργάσιμες ημέρες.

2.  Η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ δύναται να καθορίζει και να δημοσιοποιεί τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία θα εφαρμόσει τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού του Συμβουλίου για τα ελάχιστα αποθεματικά. Αυτά τα κριτήρια δύνανται να δημοσιεύονται με ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3.  Προτού επιβληθεί οποιαδήποτε κύρωση σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού του Συμβουλίου για τα ελάχιστα αποθεματικά, η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ ή, εξ ονόματος αυτής, η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα κοινοποιεί στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση την εικαζόμενη μη συμμόρφωση και την αντίστοιχη κύρωση. Η κοινοποίηση περιέχει όλα τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την εικαζόμενη μη συμμόρφωση και ενημερώνει επίσης την ενδιαφερόμενη επιχείρηση ότι, εκτός εάν υποβάλει ενστάσεις, η κύρωση θεωρείται ότι επιβάλλεται με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ.

4.  Από την παραλαβή της κοινοποίησης, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση διαθέτει πέντε εργάσιμες ημέρες προκειμένου:

 να αναγνωρίσει την εικαζόμενη μη συμμόρφωση και να συμφωνήσει να καταβάλει το ποσό της επιβληθείσας κύρωσης, οπότε θεωρείται ότι η διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων έχει ολοκληρωθεί, ή

 να υποβάλει οιαδήποτε γραπτή πληροφορία, εξήγηση ή ένσταση μπορεί να θεωρηθεί σημαντική για τη λήψη απόφασης σχετικά με την επιβολή ή όχι της κύρωσης. Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δύναται επίσης να επισυνάψει κάθε σχετικό έγγραφο ως απόδειξη του περιεχομένου της απάντησής της. Η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα διαβιβάζει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, το φάκελο στην εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ, η οποία αποφασίζει στη συνέχεια εάν θα επιβάλει ή όχι κυρώσεις.

5.  Εάν δεν υποβληθούν γραπτές ενστάσεις από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση εντός της ορισθείσας προθεσμίας, θεωρείται ότι η κύρωση επιβάλλεται με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ. Από τη στιγμή που η απόφαση καθίσταται οριστική σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού του Συμβουλίου, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση επιβαρύνεται με το ποσό της κύρωσης που ορίζεται στην κοινοποίηση.

6.  Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 4, πρώτη περίπτωση και στην παράγραφο 5 ανωτέρω, η ΕΚΤ ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα, εξ ονόματος της ΕΚΤ, ανάλογα με την περίπτωση, ενημερώνει γραπτώς τις αρμόδιες εποπτικές αρχές.

Άρθρο 12

Προθεσμίες

1.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του κανονισμού του Συμβουλίου, οι προθεσμίες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό αρχίζουν να ισχύουν από την ημέρα που έπεται της παραλαβής της κοινοποίησης ή της παράδοσής της ιδιοχείρως. Οποιαδήποτε κοινοποίηση από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να έχει παραληφθεί από τον αποδέκτη ή να έχει αποσταλεί με συστημένη επιστολή πριν από τη λήξη της σχετικής προθεσμίας.

2.  Σε περίπτωση που η προθεσμία εκπνέει Σάββατο, Κυριακή ή αργία, παρατείνεται έως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

3.  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι αργίες για την ΕΚΤ είναι αυτές που καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, ενώ οι αργίες που αφορούν τις εθνικές κεντρικές τράπεζες είναι εκείνες που καθορίζονται από τη νομοθεσία του εκάστοτε κράτους μέλους, στο οποίο είναι εγκατεστημένη η ενδιαφερόμενη επιχείρηση. Ο όρος «εργάσιμη ημέρα» ερμηνεύεται αναλόγως. Η ΕΚΤ ενημερώνει το παράρτημα του παρόντος κανονισμού κάθε φορά που αυτό είναι απαραίτητο.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (Ενδεικτικό)

Κατάλογος των αργιών (όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 12)



Πρωτοχρονιά

1 Ιανουαρίου

Τρίτη της Τυροφάγου (½ ημέρα)

κινητή εορτή

Μεγάλη Παρασκευή

κινητή εορτή

Δευτέρα του Πάσχα

κινητή εορτή

Πρωτομαγιά

1 Μαΐου

Επέτειος της διακήρυξης του Robert Schuman

9 Μαΐου

της Αναλήψεως

κινητή εορτή

της Πεντηκοστής

κινητή εορτή

της Αγίας Δωρεάς (Corpus Christi)

κινητή εορτή

Επέτειος της ενοποίησης της Γερμανίας

3 Οκτωβρίου

των Αγίων Πάντων

1 Νοεμβρίου

Παραμονή Χριστουγέννων

24 Δεκεμβρίου

Χριστούγεννα

25 Δεκεμβρίου

Δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων

26 Δεκεμβρίου

Παραμονή Πρωτοχρονιάς

31 Δεκεμβρίου



( 1 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 795/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 3ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τις απαιτήσεις επίβλεψης για τα συστημικώς σημαντικά συστήματα πληρωμών (ΕΚΤ/2014/28)(ΕΕ L 217 της 23.7.2014, σ. 16).

Επάνω